Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι τοποθετήσεις πολιτικών κινήσεων και οργανώσεων, αλλά και ατομικά, με άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο που χαρακτηρίζουν τη συγκυρία σήμερα στη χώρα ως συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Η Ελλάδα ανακηρύσσεται χωρίς πολλά - πολλά σε αδύνατο κρίκο του ιμπεριαλισμού, άλλοι πιο προωθημένα χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα ως προεπαναστατική, ή ακόμη και ότι η χώρα βρίσκεται σε επαναστατική κατάσταση. Το ζήτημα του χαρακτηρισμού της συγκυρίας στην οποία βρίσκεται η χώρα έχει πολύ μεγάλη σημασία, καθότι από το χαρακτηρισμό αυτό εξαρτάται η τακτική που το κίνημα χαράσσει, τα καθήκοντα που τίθεται και το συνολικό σχέδιο που το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα προωθεί. Ο σωστός χαρακτηρισμός είναι η βάση που οδηγεί στη χάραξη της γραμμής εκείνης που θα μπορεί να δώσει θετικά αποτελέσματα, μια και θα εναρμονίζεται με τις αντικειμενικές δυνατότητες και τις διαθέσεις των μαζών. Αντίθετα ο λαθεμένος χαρακτηρισμός οδηγεί αναγκαστικά και σε λάθος γραμμή, σε βιαστικές και άκαιρες ενέργειες, ακόμη και σε αποκοτιές και πιθανές προβοκάτσιες, είτε μπορεί να περιορίσει το κίνημα στα άμεσα για την απόσπαση μικροκατακτήσεων όταν η ίδια η κατάσταση θέτει στην ημερήσια διάταξη και με άμεσο και απόλυτο τρόπο πολύ μεγαλύτερα καθήκοντα ως και το ζήτημα της εξουσίας.
Ας ανατρέξουμε στο έργο του Λένιν «Η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς», στο οποίο περιέχεται ο πιο συγκεκριμένος και σημαντικός ορισμός της επαναστατικής κατάστασης. «Για ένα μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους. Η μια είτε η άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, από οπού εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως για να ξεσπάσει επανάσταση δεν είναι αρκετό «τα κάτω στρώματα να μη θέλουν», μα χρειάζεται ακόμη και «οι κορυφές να μην μπορούν» να ζήσουν όπως παλιά. 2) Η επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιέζονται τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και τις ίδιες τις «κορυφές» σε αυτοτελή ιστορική δράση» .
Σήμερα η Ευρώπη και ο κόσμος ολόκληρος βρίσκονται στη δίνη της τεράστιας οικονομικής κρίσης, χωρίς η προοπτική εξόδου από αυτήν να είναι ορατή, αντίθετα φαίνεται ότι εισέρχεται σε νέα ύφεση μετά από μια αναιμική ανάκαμψη που στηρίχθηκε στη δαπάνη ασύλληπτων χρηματικών ποσών. Η Ε.Ε. κλυδωνίζεται με πρωτοφανή τρόπο. Οι χώρες του νότου είναι στα όρια της χρεοκοπίας, ενώ τρεις εξ αυτών Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία έχουν προσφύγει στο διεθνές νομισματικό ταμείο και την τρόικα, ενώ δεν μένει ανεπηρέαστος ούτε ο σκληρός ιμπεριαλιστικός πυρήνας της. Η ευρωζώνη και κατ' επέκταση η Ε.Ε. απειλούνται με διάλυση. Η δυσαρέσκεια των λαών ανεβαίνει, έχει δρόμο όμως να διανύσει ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε, αναφερόμενοι συνολικά στην Ε.Ε., για ουσιαστικό πέρασμα της κρίσης από την οικονομία στην πολιτική και να απειλήσει το ίδιο το σύστημα. Οι λαϊκές αντιδράσεις μέχρι στιγμής ακόμη και στις χώρες του νότου είναι ελεγχόμενες.
Στην Ελλάδα η φθορά και η απαξίωση του πολιτικού συστήματος που άρχισε με την κρίση αντιπροσώπευσης των λαϊκών μαζών από τα αστικά κόμματα εξουσίας, μετά την περίοδο της ευφορίας που δημιούργησε η κατάκτηση των «εθνικών» στόχων της εισδοχής στην ΟΝΕ και το ευρώ και των Ολυμπιακών αγώνων, τροφοδοτήθηκε από την τεράστια οικονομική κρίση και τη λαίλαπα των αντιλαϊκών μέτρων για την «αντιμετώπιση» της, καθώς και την προσφυγή στην τρόικα και την ιμπεριαλιστική επιτήρηση. Η δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία και η νεολαία επιταχύνουν την κρίση του πολιτικού συστήματος. Τα κόμματα του δικομματισμού είναι στα όρια της κατάρρευσης και τα βάθρα της αστικής στρατηγικής καθώς και βασικές αξίες στις οποίες στηρίζεται το σύστημα έχουν δεχθεί ουσιαστικά πλήγματα. Η επίθεση στα μικροαστικά στρώματα, μισθωτά και μικροεπιχειρηματίες καθώς και στα μεσοαστικά ως ένα μεγάλο βαθμό, έχει οδηγήσει σε διάλυση των κοινωνικών και πολιτικών δεσμών των στρωμάτων αυτών με τα κόμματα του δικομματισμού. Μέτρα όπως η εργασιακή εφεδρεία, η τεράστια μείωση εισοδημάτων, η ανεργία που προσεγγίζει το ενάμιση εκατομμύριο ανέργους, αν δεν το έχει ξεπεράσει ήδη, οδηγεί ευρύτατα τμήματα των μισθωτών του δημόσιου τομέα και των πρώην ΔΕΚΟ, τμήματα των αυτοαπασχολούμενων στο κοινωνικό περιθώριο. Στα τμήματα αυτά και στον ιδιαίτερο ρόλο τους είχε στηριχθεί το μονοπωλιακό κεφάλαιο για να διαμορφώσει το συνασπισμό εξουσίας του που καθόρισε τους συσχετισμούς και τις εξελίξεις τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αυτός ο συνασπισμός εξουσίας έχει πληγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Από εκεί πηγάζει η αδυναμία του μονοπωλιακού κεφαλαίου να ελέγξει αποτελεσματικά τις εξελίξεις και η μεγάλη ανησυχία που διακατέχει την οικονομική και την πολιτική εξουσία. Η εξέλιξη αυτή πλήττει και τα δύο κόμματα του δικομματισμού, κυρίως όμως πλήττει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., διότι στα στρώματα αυτά στήριξε την κυριαρχία του.
Με δεδομένα όλα αυτά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι κυρίαρχες τάξεις αδυνατούν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, δεν μπορούν να ζήσουν και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση όπως παλιά;
Παρά τη φθορά του το αστικό πολιτικό σύστημα δεν είπε την τελευταία του λέξη. Το κράτος και οι μηχανισμοί του διατηρούν την ισχύ τους σε μεγάλο βαθμό. Στο στρατό και στις δυνάμεις καταστολής, δεδομένης της μεγάλης σημασίας που έχει η στάση και συμπεριφορά τους, δεν υπάρχουν σημάδια αποσύνθεσης και εκφυλισμού ως προς το ρόλο τους, τουλάχιστον όχι ακόμη, παρά πληροφορίες για ένταση της δράσης των φασιστικών μηχανισμών. Δεν υπάρχουν σημάδια ότι κλονίζεται η αυτοπεποίθησή τους και κάμπτεται η επιθετική στάση τους έναντι των εργαζομένων και του αγωνιζόμενου λαού. Φαινόμενα που περιγράφουν οι ιστορικοί της ρωσικής επανάστασης του Φλεβάρη για τη μεταστροφή της στάσης των κοζάκων και των στρατιωτών απέναντι στους διαδηλωτές εργάτες πριν και τις μέρες της εξέγερσης φυσικά δεν υπάρχουν στην Ελλάδα σήμερα. Προφανώς στις συνειδήσεις τους γίνονται διεργασίες, πιθανόν να εκδηλωθούν κάτω από την επίδραση του λαϊκού κινήματος που αναπτύσσεται και θα αναπτυχθεί, κάτι τέτοιο όμως σήμερα δεν υπάρχει. Συνολικά η κυρίαρχη αστική τάξη και φυσικά οι κυβερνήσεις και οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί στην Ευρώπη και γενικότερα, δεν μπορεί παρά να παίρνονται ουσιαστικά υπόψη και να μπαίνουν στη ζυγαριά. Σε καμιά περίπτωση λοιπόν σήμερα δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι «οι πάνω δεν μπορούν».
Η βαθιά κρίση και η επίθεση στο λαό δεν έχει, ή δεν έχει ακόμη επιδράσει καταλυτικά στη συνείδηση και τη συμπεριφορά του. Οι μαζικές αντιδράσεις εργατών, υπαλλήλων και μικροαστικών στρωμάτων φυσικά ανεβαίνουν, καθώς και οι διαθέσεις έχουν όμως τη μορφή μαζικών ξεσπασμάτων χωρίς συνέχεια. Ψηλά ποσοστά απεργών στην απεργία της 19ης Οκτώβρη, σημαντικά χαμηλότερα όμως την επόμενη μέρα κατά την οποία θα διεξαγόταν η ψηφοφορία για την λήψη των αποφάσεων, η παρεμπόδιση και η ακύρωση της οποίας ήταν διακηρυγμένος στόχος της απεργίας και των απεργών και θα μπορούσε να κριθεί και η ίδια η τύχη της κυβέρνησης. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι συγκεντρώσεις. Οι αγώνες αυτοί κινητοποιούν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και υπαλλήλους, ουσιαστικά δεν τροφοδοτούν όμως μια πολύμορφη οργάνωση της εργατικής τάξης, η οποία συνεχίζει να παραμένει στο πολύ μεγάλο μέρος της ανοργάνωτη. Δεν ανεβάζουν την αυτοπεποίθηση και τη μαχητικότητα της. Το ίδιο ισχύει και σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα για τα μεσαία στρώματα. Ο εργαζόμενος λαός απορρίπτει σε μεγάλο βαθμό τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, απορρίπτει όμως και τα πολιτικά σχήματα που εκφράζουν την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, αν και δεν τα απορρίπτει φυσικά στον ίδιο βαθμό. Απορρίπτει ως ένα βαθμό το πολιτικό σύστημα. Ακόμη όμως δεν αμφισβητεί ουσιαστικά, το ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Δεν στρέφεται ουσιαστικά προς το Κ.Κ.Ε. και άλλες πολιτικές δυνάμεις που εκφράζονται με ένα αντικαπιταλιστικό λόγο και προπαγανδίζουν το σοσιαλισμό. Ένα - δύο μικρά παραδείγματα του τελευταίου διαστήματος είναι ενδεικτικά. Κάτω από το ανελέητο προπαγανδιστικό σφυροκόπημα της αστικής προπαγάνδας και με βάση δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις εξάγεται το συμπέρασμα ότι το τμήμα του λαού που απορρίπτει το ευρώ και την Ε.Ε. μάλλον συρρικνώνεται παρά αυξάνει, παρά τις κολοσσιαίες ευθύνες της Ε.Ε. και κυρίως λόγω του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της, που επέδρασαν αποφασιστικά στη χρεοκοπία της χώρας. Ακόμη το ότι ο λαός επένδυσε ελπίδες στην κυβέρνηση Παπαδήμου, στο ίδιο το πρόσωπο του πρωθυπουργού και στο στοιχείο της σύμπραξης αστικών πολιτικών δυνάμεων για τη στήριξη της, των ίδιων εκείνων δυνάμεων που φέρουν απόλυτα την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα και ο λαός, ότι είναι κατά 80% κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με τους ίδιους υπουργούς στα ίδια υπουργεία, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά.
Ωστόσο είναι βέβαιο ότι δεν πρέπει να αντικρίζουμε την κατάσταση στατικά, αλλά στη δυναμική της εξέλιξη και στην προοπτική που μπορεί να πάρει και σε αυτή τη γραμμή να προσαρμόζεται και η δράση του κινήματος. Κάτι που δεν υπάρχει σήμερα δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αύριο, η στο κοντινό μέλλον, ιδιαίτερα όταν η επίθεση στο λαό έχει αυτές τις τεράστιες διαστάσεις και χρονικά θα τραβήξει για δεκαετίες. Οι κλυδωνισμοί στην ευρωζώνη θα ενταθούν και καθόλου δεν μπορεί να αποκλειστεί η χρεοκοπία χωρών και κυρίως της Ελλάδας, ακόμη και η διάλυση της ευρωζώνης. Τα σενάρια που επεξεργάζονται Γερμανία και Γαλλία μιλούν από μόνα τους. Άρα υπάρχει και θα διαμορφωθεί ακόμη περισσότερο ευνοϊκό έδαφος για δράση, ανάπτυξη της ταξικής πάλης με τράβηγμα όλο και περισσότερο ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων στους αγώνες, σμίλευση της ταξικής συνείδησης τους και διαμόρφωση της ψυχολογίας τους, πράγμα που θα τους κάνει λιγότερο εύπιστους απέναντι στην αντίπαλη τάξη και τη συμπεριφορά τους λιγότερο ευμετάβλητη.
Ο Λένιν ως συνέχεια των προηγούμενων τονίζει: «Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να γίνει. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση». Άρα η επαναστατική κατάσταση είναι κατά βάση μια αντικειμενική διαδικασία που δεν καθορίζεται ουσιαστικά από τη θέληση και τη δράση ορισμένων ατόμων, η κομμάτων ακόμη και χωριστών τάξεων, αλλά από την ίδια τη λογική των εξελίξεων. Ο υποκειμενικός παράγοντας λίγο μπορεί να επιδράσει στη διαμόρφωση της με τους αγώνες και την ιδεολογική και πολιτική προπαγάνδα, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη φάση. Ως εκ τούτου κάθε συζήτηση για προεπαναστατική η επαναστατική κατάσταση στη χώρα μόνον αποπροσανατολιστική και επιβλαβής μπορεί να αποδειχθεί, ιδιαίτερα αν οι αντιλήψεις αυτές αποκτήσουν ευρύτερα ερείσματα σε τμήματα του κινήματος. Τέτοια λάθη μπορεί αν συμβούν, να προξενήσουν πολύ μεγάλη ζημιά, ορισμένες φορές ανεπανόρθωτη, που θα την πληρώνει το κίνημα για δεκαετίες. Το κομμουνιστικό και επαναστατικό κίνημα της χώρας μας έχει αρνητικές εμπειρίες από λάθος χαρακτηρισμό της κατάστασης σε κρίσιμες περιόδους. Στο τέλος κατοχής και στην απελευθέρωση, ενώ στη χώρα υπήρχε επαναστατική κατάσταση, η γραμμή του κόμματος ήταν αποδοχή της αστικής κυριαρχίας ουσιαστικά. Αντίθετα στον εμφύλιο πόλεμο έδωσε ένα τεράστιο ένοπλο αγώνα διεκδικώντας την εξουσία και μετά διατύπωσε το σύνθημα «το όπλο παρά πόδα» θεωρώντας ότι στη χώρα υπήρχε επαναστατική κατάσταση, πράγμα που ήταν εντελώς εσφαλμένο. Κάνοντας ο Λένιν το συσχετισμό ανάμεσα στη δράση σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και τη δράση σε συνθήκες «τρέχουσες», «ειρηνικές» έγραφε: «Ανάμεσα σ’ αυτή τη μορφή ταξικής πάλης (εννοεί την άμεσα επαναστατική) και τη συμμετοχή στις εκλογές υπάρχει η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην έφοδο και τα γυμνάσια, τις πορείες ή το ξάπλωμα στα χαρακώματα. Στην ιστορία η μορφή αυτή πάλης μπαίνει πολύ σπάνια στην ημερήσια διάταξη, σε αντάλλαγμα όμως η σημασία και οι συνέπειες της εκτείνονται σε δεκαετίες. Οι μέρες, όπου μπορεί και πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη τέτοιες μέθοδοι πάλης, ισοδυναμούν με μερικές εικοσαετίες άλλων ιστορικών εποχών».
Τεράστια σημασία, ως εκ τούτου, έχει η ανάπτυξη των αντιιμπεριαλιστικού - αντιμονοπωλιακού κινήματος που αμφισβητεί την κυριαρχία της άρχουσας τάξης, θέτει στο στόχαστρο του όλα τα προβλήματα και τα διεκδικεί και με μαστοριά συνενώνει όλους τους αγώνες μικρότερους και μεγαλύτερους, γενικότερους και πιο μερικούς σε μια ενιαία κατεύθυνση, ώστε ουσιαστικά να αμφισβητεί την αστική κυριαρχία. Η όξυνση των αγώνων και η παρεμπόδιση της εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής θα οδηγήσει σήμερα στον ένα τομέα, αύριο στον άλλον σε ήττες της κυρίαρχης πολιτικής, θα δημιουργήσει ρωγμές στο σύστημα και στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, θα διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις για το τράβηγμα των μικροαστικών στρωμάτων στο πλευρό της εργατικής τάξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συμβάλει στην όξυνση της κρίσης και στην αδυναμία της κυρίαρχης τάξης να ελέγξει το λαό και τις εξελίξεις, και στο μέτρο που είναι δυνατόν στην επαναστατική κρίση. Από τη μια θα αδυνατίζει τις κυρίαρχες τάξεις και από την άλλη θα εμπνέει αυτοπεποίθηση στο λαό, θα δυναμώνει την οργάνωση του και θα πλαταίνει τις γραμμές του ώστε να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για «τη συνένωση των αντικειμενικών αλλαγών με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: Με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμα και σε εποχή κρίσεων, δεν «πέφτει» αν δεν την «ρίξουν».
Το ζητούμενο λοιπόν μέσα σε αυτή την τεράστια κρίση, που εξ αντικειμένου αποσταθεροποιεί το σύστημα και δημιουργεί προϋποθέσεις ανατροπής του δεν είναι η φιλολογία για επαναστατική κατάσταση, αλλά η χάραξη εκείνης της γραμμής διεξόδου που θα συγκεντρώσει την υποστήριξη των ριζοσπαστικών δυνάμεων, θα συγκινεί και θα κινητοποιεί το λαό, θα ανεβάζει κατακόρυφα το λαϊκό κίνημα και τους αγώνες και θα φέρει σε δύσκολη θέση την αστική τάξη και την εξουσία της. Με δύο λόγια να ξεπεραστούν οι αδυναμίες που παρουσιάζονται, να διορθωθούν τα λάθη που δεν επιτρέπουν τη χάραξη μιας αποτελεσματικής γραμμής που θα συνδέει διαλεκτικά το σήμερα με την προοπτική σε ένα ενιαίο σύνολο, την τακτική με τη στρατηγική και δεν θα πέφτει είτε στο άμεσο και στη διαχείριση, είτε θα ξεκόβει το κίνημα και θα το οδηγεί στην απομόνωση και σε τελική ανάλυση θα λειτουργεί ως δώρο για την κυρίαρχη τάξη και τα συμφέροντα της.
Όλες οι παραπομπές περιέχονται στο έργο του Λένιν
«Η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς» Άπαντα τ.26.
Σήμερα η Ευρώπη και ο κόσμος ολόκληρος βρίσκονται στη δίνη της τεράστιας οικονομικής κρίσης, χωρίς η προοπτική εξόδου από αυτήν να είναι ορατή, αντίθετα φαίνεται ότι εισέρχεται σε νέα ύφεση μετά από μια αναιμική ανάκαμψη που στηρίχθηκε στη δαπάνη ασύλληπτων χρηματικών ποσών. Η Ε.Ε. κλυδωνίζεται με πρωτοφανή τρόπο. Οι χώρες του νότου είναι στα όρια της χρεοκοπίας, ενώ τρεις εξ αυτών Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία έχουν προσφύγει στο διεθνές νομισματικό ταμείο και την τρόικα, ενώ δεν μένει ανεπηρέαστος ούτε ο σκληρός ιμπεριαλιστικός πυρήνας της. Η ευρωζώνη και κατ' επέκταση η Ε.Ε. απειλούνται με διάλυση. Η δυσαρέσκεια των λαών ανεβαίνει, έχει δρόμο όμως να διανύσει ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε, αναφερόμενοι συνολικά στην Ε.Ε., για ουσιαστικό πέρασμα της κρίσης από την οικονομία στην πολιτική και να απειλήσει το ίδιο το σύστημα. Οι λαϊκές αντιδράσεις μέχρι στιγμής ακόμη και στις χώρες του νότου είναι ελεγχόμενες.
Στην Ελλάδα η φθορά και η απαξίωση του πολιτικού συστήματος που άρχισε με την κρίση αντιπροσώπευσης των λαϊκών μαζών από τα αστικά κόμματα εξουσίας, μετά την περίοδο της ευφορίας που δημιούργησε η κατάκτηση των «εθνικών» στόχων της εισδοχής στην ΟΝΕ και το ευρώ και των Ολυμπιακών αγώνων, τροφοδοτήθηκε από την τεράστια οικονομική κρίση και τη λαίλαπα των αντιλαϊκών μέτρων για την «αντιμετώπιση» της, καθώς και την προσφυγή στην τρόικα και την ιμπεριαλιστική επιτήρηση. Η δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία και η νεολαία επιταχύνουν την κρίση του πολιτικού συστήματος. Τα κόμματα του δικομματισμού είναι στα όρια της κατάρρευσης και τα βάθρα της αστικής στρατηγικής καθώς και βασικές αξίες στις οποίες στηρίζεται το σύστημα έχουν δεχθεί ουσιαστικά πλήγματα. Η επίθεση στα μικροαστικά στρώματα, μισθωτά και μικροεπιχειρηματίες καθώς και στα μεσοαστικά ως ένα μεγάλο βαθμό, έχει οδηγήσει σε διάλυση των κοινωνικών και πολιτικών δεσμών των στρωμάτων αυτών με τα κόμματα του δικομματισμού. Μέτρα όπως η εργασιακή εφεδρεία, η τεράστια μείωση εισοδημάτων, η ανεργία που προσεγγίζει το ενάμιση εκατομμύριο ανέργους, αν δεν το έχει ξεπεράσει ήδη, οδηγεί ευρύτατα τμήματα των μισθωτών του δημόσιου τομέα και των πρώην ΔΕΚΟ, τμήματα των αυτοαπασχολούμενων στο κοινωνικό περιθώριο. Στα τμήματα αυτά και στον ιδιαίτερο ρόλο τους είχε στηριχθεί το μονοπωλιακό κεφάλαιο για να διαμορφώσει το συνασπισμό εξουσίας του που καθόρισε τους συσχετισμούς και τις εξελίξεις τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αυτός ο συνασπισμός εξουσίας έχει πληγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Από εκεί πηγάζει η αδυναμία του μονοπωλιακού κεφαλαίου να ελέγξει αποτελεσματικά τις εξελίξεις και η μεγάλη ανησυχία που διακατέχει την οικονομική και την πολιτική εξουσία. Η εξέλιξη αυτή πλήττει και τα δύο κόμματα του δικομματισμού, κυρίως όμως πλήττει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., διότι στα στρώματα αυτά στήριξε την κυριαρχία του.
Με δεδομένα όλα αυτά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι κυρίαρχες τάξεις αδυνατούν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, δεν μπορούν να ζήσουν και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση όπως παλιά;
Παρά τη φθορά του το αστικό πολιτικό σύστημα δεν είπε την τελευταία του λέξη. Το κράτος και οι μηχανισμοί του διατηρούν την ισχύ τους σε μεγάλο βαθμό. Στο στρατό και στις δυνάμεις καταστολής, δεδομένης της μεγάλης σημασίας που έχει η στάση και συμπεριφορά τους, δεν υπάρχουν σημάδια αποσύνθεσης και εκφυλισμού ως προς το ρόλο τους, τουλάχιστον όχι ακόμη, παρά πληροφορίες για ένταση της δράσης των φασιστικών μηχανισμών. Δεν υπάρχουν σημάδια ότι κλονίζεται η αυτοπεποίθησή τους και κάμπτεται η επιθετική στάση τους έναντι των εργαζομένων και του αγωνιζόμενου λαού. Φαινόμενα που περιγράφουν οι ιστορικοί της ρωσικής επανάστασης του Φλεβάρη για τη μεταστροφή της στάσης των κοζάκων και των στρατιωτών απέναντι στους διαδηλωτές εργάτες πριν και τις μέρες της εξέγερσης φυσικά δεν υπάρχουν στην Ελλάδα σήμερα. Προφανώς στις συνειδήσεις τους γίνονται διεργασίες, πιθανόν να εκδηλωθούν κάτω από την επίδραση του λαϊκού κινήματος που αναπτύσσεται και θα αναπτυχθεί, κάτι τέτοιο όμως σήμερα δεν υπάρχει. Συνολικά η κυρίαρχη αστική τάξη και φυσικά οι κυβερνήσεις και οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί στην Ευρώπη και γενικότερα, δεν μπορεί παρά να παίρνονται ουσιαστικά υπόψη και να μπαίνουν στη ζυγαριά. Σε καμιά περίπτωση λοιπόν σήμερα δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι «οι πάνω δεν μπορούν».
Η βαθιά κρίση και η επίθεση στο λαό δεν έχει, ή δεν έχει ακόμη επιδράσει καταλυτικά στη συνείδηση και τη συμπεριφορά του. Οι μαζικές αντιδράσεις εργατών, υπαλλήλων και μικροαστικών στρωμάτων φυσικά ανεβαίνουν, καθώς και οι διαθέσεις έχουν όμως τη μορφή μαζικών ξεσπασμάτων χωρίς συνέχεια. Ψηλά ποσοστά απεργών στην απεργία της 19ης Οκτώβρη, σημαντικά χαμηλότερα όμως την επόμενη μέρα κατά την οποία θα διεξαγόταν η ψηφοφορία για την λήψη των αποφάσεων, η παρεμπόδιση και η ακύρωση της οποίας ήταν διακηρυγμένος στόχος της απεργίας και των απεργών και θα μπορούσε να κριθεί και η ίδια η τύχη της κυβέρνησης. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι συγκεντρώσεις. Οι αγώνες αυτοί κινητοποιούν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και υπαλλήλους, ουσιαστικά δεν τροφοδοτούν όμως μια πολύμορφη οργάνωση της εργατικής τάξης, η οποία συνεχίζει να παραμένει στο πολύ μεγάλο μέρος της ανοργάνωτη. Δεν ανεβάζουν την αυτοπεποίθηση και τη μαχητικότητα της. Το ίδιο ισχύει και σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα για τα μεσαία στρώματα. Ο εργαζόμενος λαός απορρίπτει σε μεγάλο βαθμό τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, απορρίπτει όμως και τα πολιτικά σχήματα που εκφράζουν την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, αν και δεν τα απορρίπτει φυσικά στον ίδιο βαθμό. Απορρίπτει ως ένα βαθμό το πολιτικό σύστημα. Ακόμη όμως δεν αμφισβητεί ουσιαστικά, το ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Δεν στρέφεται ουσιαστικά προς το Κ.Κ.Ε. και άλλες πολιτικές δυνάμεις που εκφράζονται με ένα αντικαπιταλιστικό λόγο και προπαγανδίζουν το σοσιαλισμό. Ένα - δύο μικρά παραδείγματα του τελευταίου διαστήματος είναι ενδεικτικά. Κάτω από το ανελέητο προπαγανδιστικό σφυροκόπημα της αστικής προπαγάνδας και με βάση δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις εξάγεται το συμπέρασμα ότι το τμήμα του λαού που απορρίπτει το ευρώ και την Ε.Ε. μάλλον συρρικνώνεται παρά αυξάνει, παρά τις κολοσσιαίες ευθύνες της Ε.Ε. και κυρίως λόγω του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της, που επέδρασαν αποφασιστικά στη χρεοκοπία της χώρας. Ακόμη το ότι ο λαός επένδυσε ελπίδες στην κυβέρνηση Παπαδήμου, στο ίδιο το πρόσωπο του πρωθυπουργού και στο στοιχείο της σύμπραξης αστικών πολιτικών δυνάμεων για τη στήριξη της, των ίδιων εκείνων δυνάμεων που φέρουν απόλυτα την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα και ο λαός, ότι είναι κατά 80% κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με τους ίδιους υπουργούς στα ίδια υπουργεία, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά.
Ωστόσο είναι βέβαιο ότι δεν πρέπει να αντικρίζουμε την κατάσταση στατικά, αλλά στη δυναμική της εξέλιξη και στην προοπτική που μπορεί να πάρει και σε αυτή τη γραμμή να προσαρμόζεται και η δράση του κινήματος. Κάτι που δεν υπάρχει σήμερα δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αύριο, η στο κοντινό μέλλον, ιδιαίτερα όταν η επίθεση στο λαό έχει αυτές τις τεράστιες διαστάσεις και χρονικά θα τραβήξει για δεκαετίες. Οι κλυδωνισμοί στην ευρωζώνη θα ενταθούν και καθόλου δεν μπορεί να αποκλειστεί η χρεοκοπία χωρών και κυρίως της Ελλάδας, ακόμη και η διάλυση της ευρωζώνης. Τα σενάρια που επεξεργάζονται Γερμανία και Γαλλία μιλούν από μόνα τους. Άρα υπάρχει και θα διαμορφωθεί ακόμη περισσότερο ευνοϊκό έδαφος για δράση, ανάπτυξη της ταξικής πάλης με τράβηγμα όλο και περισσότερο ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων στους αγώνες, σμίλευση της ταξικής συνείδησης τους και διαμόρφωση της ψυχολογίας τους, πράγμα που θα τους κάνει λιγότερο εύπιστους απέναντι στην αντίπαλη τάξη και τη συμπεριφορά τους λιγότερο ευμετάβλητη.
Ο Λένιν ως συνέχεια των προηγούμενων τονίζει: «Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να γίνει. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση». Άρα η επαναστατική κατάσταση είναι κατά βάση μια αντικειμενική διαδικασία που δεν καθορίζεται ουσιαστικά από τη θέληση και τη δράση ορισμένων ατόμων, η κομμάτων ακόμη και χωριστών τάξεων, αλλά από την ίδια τη λογική των εξελίξεων. Ο υποκειμενικός παράγοντας λίγο μπορεί να επιδράσει στη διαμόρφωση της με τους αγώνες και την ιδεολογική και πολιτική προπαγάνδα, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη φάση. Ως εκ τούτου κάθε συζήτηση για προεπαναστατική η επαναστατική κατάσταση στη χώρα μόνον αποπροσανατολιστική και επιβλαβής μπορεί να αποδειχθεί, ιδιαίτερα αν οι αντιλήψεις αυτές αποκτήσουν ευρύτερα ερείσματα σε τμήματα του κινήματος. Τέτοια λάθη μπορεί αν συμβούν, να προξενήσουν πολύ μεγάλη ζημιά, ορισμένες φορές ανεπανόρθωτη, που θα την πληρώνει το κίνημα για δεκαετίες. Το κομμουνιστικό και επαναστατικό κίνημα της χώρας μας έχει αρνητικές εμπειρίες από λάθος χαρακτηρισμό της κατάστασης σε κρίσιμες περιόδους. Στο τέλος κατοχής και στην απελευθέρωση, ενώ στη χώρα υπήρχε επαναστατική κατάσταση, η γραμμή του κόμματος ήταν αποδοχή της αστικής κυριαρχίας ουσιαστικά. Αντίθετα στον εμφύλιο πόλεμο έδωσε ένα τεράστιο ένοπλο αγώνα διεκδικώντας την εξουσία και μετά διατύπωσε το σύνθημα «το όπλο παρά πόδα» θεωρώντας ότι στη χώρα υπήρχε επαναστατική κατάσταση, πράγμα που ήταν εντελώς εσφαλμένο. Κάνοντας ο Λένιν το συσχετισμό ανάμεσα στη δράση σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και τη δράση σε συνθήκες «τρέχουσες», «ειρηνικές» έγραφε: «Ανάμεσα σ’ αυτή τη μορφή ταξικής πάλης (εννοεί την άμεσα επαναστατική) και τη συμμετοχή στις εκλογές υπάρχει η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην έφοδο και τα γυμνάσια, τις πορείες ή το ξάπλωμα στα χαρακώματα. Στην ιστορία η μορφή αυτή πάλης μπαίνει πολύ σπάνια στην ημερήσια διάταξη, σε αντάλλαγμα όμως η σημασία και οι συνέπειες της εκτείνονται σε δεκαετίες. Οι μέρες, όπου μπορεί και πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη τέτοιες μέθοδοι πάλης, ισοδυναμούν με μερικές εικοσαετίες άλλων ιστορικών εποχών».
Τεράστια σημασία, ως εκ τούτου, έχει η ανάπτυξη των αντιιμπεριαλιστικού - αντιμονοπωλιακού κινήματος που αμφισβητεί την κυριαρχία της άρχουσας τάξης, θέτει στο στόχαστρο του όλα τα προβλήματα και τα διεκδικεί και με μαστοριά συνενώνει όλους τους αγώνες μικρότερους και μεγαλύτερους, γενικότερους και πιο μερικούς σε μια ενιαία κατεύθυνση, ώστε ουσιαστικά να αμφισβητεί την αστική κυριαρχία. Η όξυνση των αγώνων και η παρεμπόδιση της εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής θα οδηγήσει σήμερα στον ένα τομέα, αύριο στον άλλον σε ήττες της κυρίαρχης πολιτικής, θα δημιουργήσει ρωγμές στο σύστημα και στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, θα διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις για το τράβηγμα των μικροαστικών στρωμάτων στο πλευρό της εργατικής τάξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συμβάλει στην όξυνση της κρίσης και στην αδυναμία της κυρίαρχης τάξης να ελέγξει το λαό και τις εξελίξεις, και στο μέτρο που είναι δυνατόν στην επαναστατική κρίση. Από τη μια θα αδυνατίζει τις κυρίαρχες τάξεις και από την άλλη θα εμπνέει αυτοπεποίθηση στο λαό, θα δυναμώνει την οργάνωση του και θα πλαταίνει τις γραμμές του ώστε να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για «τη συνένωση των αντικειμενικών αλλαγών με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: Με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμα και σε εποχή κρίσεων, δεν «πέφτει» αν δεν την «ρίξουν».
Το ζητούμενο λοιπόν μέσα σε αυτή την τεράστια κρίση, που εξ αντικειμένου αποσταθεροποιεί το σύστημα και δημιουργεί προϋποθέσεις ανατροπής του δεν είναι η φιλολογία για επαναστατική κατάσταση, αλλά η χάραξη εκείνης της γραμμής διεξόδου που θα συγκεντρώσει την υποστήριξη των ριζοσπαστικών δυνάμεων, θα συγκινεί και θα κινητοποιεί το λαό, θα ανεβάζει κατακόρυφα το λαϊκό κίνημα και τους αγώνες και θα φέρει σε δύσκολη θέση την αστική τάξη και την εξουσία της. Με δύο λόγια να ξεπεραστούν οι αδυναμίες που παρουσιάζονται, να διορθωθούν τα λάθη που δεν επιτρέπουν τη χάραξη μιας αποτελεσματικής γραμμής που θα συνδέει διαλεκτικά το σήμερα με την προοπτική σε ένα ενιαίο σύνολο, την τακτική με τη στρατηγική και δεν θα πέφτει είτε στο άμεσο και στη διαχείριση, είτε θα ξεκόβει το κίνημα και θα το οδηγεί στην απομόνωση και σε τελική ανάλυση θα λειτουργεί ως δώρο για την κυρίαρχη τάξη και τα συμφέροντα της.
Όλες οι παραπομπές περιέχονται στο έργο του Λένιν
«Η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς» Άπαντα τ.26.
Ανδρέας Σαρακίνης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.