Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Ποιά πολιτική διεξόδου από την κρίση;


Μια πολιτική διεξόδου από την τεράστια κρίση που μαστίζει τη χώρα και το λαό είναι προφανές ότι πρέπει να αντιμετωπίζει τις πραγματικές αιτίες της κρίσης αυτής, τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση και στο επίκεντρο της πρέπει να βρίσκονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και όλου του εργαζόμενου λαού. Παρά τα όσα διαστρεβλωτικά από διάφορες πλευρές ακούγονται για το χαρακτήρα της κρίσης, ως κρίση χρέους, ως αποτέλεσμα και μάλιστα μονοσήμαντα κυβερνητικών λαθών και αποφάσεων, ολιγωρίας και ανικανότητας, στη βάση της κρίσης αυτής βρίσκεται η ίδια η φύση του συστήματος και η πορεία που ακολούθησε η χώρα από τη μεταπολίτευση και ύστερα.
Η κρίση στη χώρα είναι πρώτα - πρώτα κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που σαφώς συνδέεται με την παγκόσμια κρίση και όχι κρίση χρέους. Η συσσώρευση χρεών είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία. Κατά δεύτερον βαρύνει ουσιαστικά η ίδια η ένταξη στην Ε.Ε. με την ψήφιση της συμφωνίας του Μάαστριχτ και την υλοποίηση των τεσσάρων ελευθεριών και στη συνέχεια την ένταξη στην ευρωζώνη, η οποία συνοδεύτηκε με το προπαγανδιστικό επιχείρημα «της ισχυρής Ελλάδας» νοούμενης ως αναβάθμιση της χώρας μέσω της συμμετοχής της στο ευρωενωσιακό ιμπεριαλιστικό κέντρο. Η στρατηγική αυτή βοήθησε τη μονοπωλιακή ολιγαρχία να στερεώσει πολιτικά την κυριαρχία της στο εσωτερικό της χώρας, να εκμεταλλευθεί μετά το 1990 τις δυνατότητες που παρουσιάσθηκαν και να αντλήσει υπεραξία από την εργατική τάξη βαλκανικών και άλλων χωρών, ταυτόχρονα όμως το ολοκληρωτικό άνοιγμα της οικονομίας στον οικονομικό ανταγωνισμό σε όφελος του μονοπωλιακού κεφαλαίου της Ε.Ε. κυρίως, οδήγησε στη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, τη διόγκωση των χρεών αφού το εμπορικό ισοζύγιο εκτινάχθηκε στα ύψη. Σήμερα η κατάληξη είναι η καταλήστευση του λαού με τα υπέρογκα επιτόκια δανεισμού, η δραματική μείωση μισθών, συντάξεων και γενικότερα των αποδοχών, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας σε εξευτελιστικές τιμές και η εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Ουσιαστικά οδήγησε και οδηγεί στη δραματική υποβάθμιση της χώρας σε οικονομικό και πολιτικό προτεκτοράτο. Εκεί οδηγούν οι αποφάσεις της τρόικας στις οποίες συναινεί και συμμετέχει η ελληνική κεφαλαιοκρατία ελπίζοντας να επωφεληθεί από αυτές.
Η όποια στρατηγική εξόδου από την κρίση προς όφελος του λαού πρέπει να απαντάει ακριβώς σ’αυτές τις αιτίες. Δεν μπορεί να περιορίζεται στα άμεσα λαϊκά προβλήματα παρότι αυτά είναι εκρηκτικά. Ουσιαστικά αν δεν αναπτυχθεί μια νικηφόρα γραμμή γενικής σύγκρουσης με το κεφάλαιο για την ανατροπή της πολιτικής του ούτε τα άμεσα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Ούτε επίσης προβάλλοντας το χρέος και την όποια αντιμετώπιση του, ξεκομμένο από τις αιτίες που το δημιούργησαν και από τη συνολική πορεία της χώρας και τα συμφέροντα που εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί. Η αποδοχή της θέσης αυτής οδηγεί στη υιοθέτηση της συμφωνία της 26ης Οκτώβρη μιας και «κουρεύει» το χρέος, άρα ως ένα βαθμό προωθεί την “αντιμετώπιση” του. Πρέπει να απορρίπτει τη συνολική πορεία ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα, τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και όχι κάποια εκδοχή του και αυτό από τη σκοπιά  του σοσιαλισμού, ως αδήριτη πλέον ανάγκη και μοναδική επιλογή για την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό. Είναι επίσης φανερό ότι μια τέτοια γραμμή πρέπει να κινηθεί έξω από την ευρωενωσιακή λογική και μακριά από συμμετοχή σε κυβερνήσεις «εθνικής σωτηρίας» και συμπόρευσης με την εξουσία και τα κόμματα του κεφαλαίου. Η γραμμή αυτή πρέπει να παίρνει υπόψη το κατακτημένο επίπεδο των λαϊκών μαζών και να μπορεί να τις κινητοποιήσει, να πατάει γερά στο σήμερα, δίνοντας διέξοδο στις αγωνίες και τα προβλήματα που συγκινούν το λαό και παράλληλα υλοποιούμενη να μη χωρά μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά να διαπερνά τον ορίζοντα του και να συνδέει το σήμερα με την επαναστατική προοπτική. Θα είναι ένας δρόμος μετάβασης προς το σοσιαλισμό που θα βασίζεται σε ένα σαφές και ολοκληρωμένο σχέδιο. Ένα πλαίσιο στόχων και μέτρων για την υλοποίηση του οποίου αγωνίζεται το λαϊκό κίνημα, επιδιώκει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού ώστε να το θέσει σε εφαρμογή είτε από μια επαναστατική εξουσία, αν μεσολαβήσει εν τω μεταξύ επαναστατική κατάσταση, στην περίπτωση αυτή θα είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική σοσιαλιστικής οικοδόμησης, είτε αρχίζοντας από μια αντιμονοπωλιακή - αντιιμπεριαλιστική κυβέρνηση που δημιουργείται εντός των ορίων του συστήματος ακόμη, αν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, με σαφή όμως επιδίωξη και απόφαση να αξιοποιηθεί με στόχο την προσέγγιση της επαναστατικής διαδικασίας.
Η αντιμετώπιση της στρατηγικής του κεφαλαίου και η διέξοδος από την κρίση στην προοπτική του σοσιαλισμού δεν είναι ένα μονόπρακτο, δεν θα είναι μια ευθύγραμμη πορεία, αλλά θα υπάρχουν διάφορες φάσεις, ανόδου του κινήματος και υποχωρήσεις αλλαγές τακτικής και προσαρμογή των συνθημάτων, των στόχων και των μορφών πάλης. Το κίνημα θα βάζει πάντα μπροστά του για υλοποίηση τα βήματα για τα οποία ωρίμασαν οι  προϋποθέσεις και όχι αυτά που κάποιος βουλησιαρχικά αποφασίζει, προβάλλοντας το στρατηγικό στόχο στο σήμερα χωρίς καθόλου να παίρνονται υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες, οι λαϊκές διαθέσεις και η ωριμότητα του κινήματος και του λαού με το επιχείρημα ότι είναι αποπροσανατολισμός και ξεστράτισμα, ότι αδυνατίζει το αίτημα και τον αγώνα για το σοσιαλισμό, ως εκ τούτου πρέπει να προτάσσεται η στρατηγική. Πάνω στο θέμα αυτό ο Λένιν έγραφε: «Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προς μια πραγματικά δημοκρατική κατεύθυνση και ακόμη περισσότερο οι πολιτικές επαναστάσεις δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να επισκιάσουν, ούτε να αδυνατίσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα, τη φέρνουν πάντα πιο κοντά, πλαταίνουν τη βάση της, εντάσσουν στο σοσιαλιστικό αγώνα νέα στρώματα μικροαστών και μισοπρολεταριακών μαζών. Και από το άλλο μέρος οι πολιτικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες στην πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που δεν μπορούμε να τη βλέπουμε σαν μια μόνο πράξη, μα πρέπει να τη βλέπουμε σαν εποχή θυελλωδών πολιτικών και οικονομικών κλονισμών, σαν εποχή της πιο οξυμένης ταξικής πάλης, εμφυλίου πολέμου, επαναστάσεων και την αντεπαναστάσεων» .
Πρέπει να απορριφθεί επίσης ασυζητητί η αντίληψη, ότι η όποια διατύπωση συγκεκριμένων στόχων και διεκδικήσεων στην πορεία αυτή προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, ή πλαισίων και προγραμμάτων για την ανάπτυξη της πάλης συνιστά ενδιάμεσο στάδιο και τέτοιο δεν μπορεί να υπάρχει. Η αντίληψη αυτή είναι επιεικώς απαράδεκτη και αντιμαρξιστική. Η αναγκαία ως εκ τούτου διατύπωση ενός μεταβατικού σχεδίου, μιας δέσμης μεταβατικών στόχων για τη μετάβαση στην επαναστατική διαδικασία δεν συνιστά ιστορικό στάδιο στην κοινωνική εξέλιξη, αλλά τον αναγκαίο δρόμο που χωρίς αυτόν δεν είναι δυνατή και επιτυχής η πάλη για το σοσιαλισμό.
Τίθενται δύο ακόμη ζητήματα: Ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας ενός μεταβατικού πλαισίου στόχων και μέτρων στην πορεία για το σοσιαλισμό; Ποιες δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές με βάση την σημερινή διάταξη τους, έχουν ενδιαφέρον και μπορούν να αγωνιστούν για αυτόν. Προφανώς τα ζητήματα αυτά απαιτούν συλλογική απάντηση. Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε μια γενική τοποθέτηση.
Βασική θέση, καρδιά ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος σήμερα πρέπει να τεθεί η αποδέσμευση από την Ε.Ε. και όχι μόνο η αποχώρηση από το ευρώ, μια και ουσιαστικότερο από τη συμμετοχή στο ευρώ και την ευρωζώνη είναι το Μάαστριχτ και οι τέσσερις ελευθερίες που το συνοδεύουν και σε περίπτωση αποδέσμευσης από το ευρώ θα συνεχίζουν να δρουν και να καθορίζουν την πορεία της χώρας. Οι λόγοι γι' αυτό είναι βασικά δύο. Πρώτον ότι και μια απλή φιλολαϊκή πολιτική είναι αδύνατη στο πλαίσιο της ΕΕ, πολύ δε περισσότερο η ρήξη με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και η σοσιαλιστική οικοδόμηση και δεύτερον η αποδέσμευση της χώρας από την Ε.Ε. είναι εκείνο το στοιχείο σήμερα που διαχωρίζει σαν κόκκινη γραμμή την αστική από την εργατική πολιτική και φυσικά διαφοροποιεί δραστικά τις πολιτικές δυνάμεις σε δυνάμεις που αγωνίζονται για τη στήριξη του καπιταλισμού και σε δυνάμεις που υπό προϋποθέσεις, μπορούν να στρατευθούν στην πάλη για το σοσιαλισμό. Ουσιαστικό στοιχείο σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα επίσης είναι η άρνηση πληρωμής του χρέους της χώρας. Χωρίς το μέτρο αυτό, με το τεράστιο χρέος που έχει η χώρα δεν είναι δυνατή καμία προσπάθεια φιλολαϊκής πολιτικής και ανόρθωσης. Ένα καλά επεξεργασμένο σχέδιο εθνικοποιήσεων που αρχίζει από το τραπεζικό κεφάλαιο και συνεχίζει με τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους και η επιβολή εργατικού και λαϊκού ελέγχου στις επιχειρήσεις αυτές. Ένα πλαίσιο μέτρων για την αντιμετώπιση της εξάρτησης της χώρας (πέραν της Ε.Ε. η αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ, η απομάκρυνση των βάσεων, οι παντός είδους συμφωνίες της χώρας με ιμπεριαλιστικές χώρες και οργανισμούς….), ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα και συνολικά ένα πλέγμα μέτρων που θα απαντούν σε όλα τα ζητήματα και τις πτυχές της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του λαού συνολικά, ουσιαστικός και βαθύς εκδημοκρατισμός της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής στις επιχειρήσεις, την οικονομία, τους θεσμούς, συνολικά στο θεσμικό πλαίσιο. Τέλος ένα σχέδιο παραγωγικής αναδιάρθρωσης και ανασυγκρότησης της οικονομίας και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη βάση της προώθησης και της επιβολής των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Το πλαίσιο των στόχων μετάβασης που προαναφέρθηκε και που προφανώς θα συζητηθεί και θα συμπληρωθεί είναι η βάση συμπαράταξης και δράσης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και σε καμιά περίπτωση διάφορα αντιμνημονιακά πλαίσια και πράγματα, που εύκολα μπορούν να μεταβληθούν σε μισομνημονιακά και οπωσδήποτε θα κινούνται στο έδαφος του καπιταλισμού και θα συμβάλουν στο ξεπέρασμα της κρίσης του και της ανασυγκρότησης του πολιτικού σκηνικού και των κομμάτων του. Ως εκ τούτου η αστική τάξη, μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή, ή τμήματα της δεν μπορούν να πάρουν μέρος στον αγώνα αυτόν. Η αστική τάξη θα είναι αντιμέτωπη, ο κύριος αντίπαλος. Αντικειμενικά στον αγώνα αυτόν μπορεί να στρατευτεί και να παίξει πρωτοπόρο και καθοδηγητικό ρόλο η εργατική τάξη στο σύνολο της, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και πρώτα και κύρια εκείνα που ταξικά προσεγγίζουν την εργατική τάξη, αλλά όχι μόνο. Ακόμη και μεσοαστικά στρώματα είναι δυνατόν να κερδηθούν και μαζί η πλειοψηφία της νεολαίας, καθώς και διάφορα κοινωνικά κινήματα. Στο πολιτικό τώρα επίπεδο θα στρατευθούν όσες δυνάμεις αποδέχονται ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα με βάση τις θέσεις που έχουν διατυπώσει. Είναι φανερό ότι εξαιρούνται τα αστικά κόμματα ή τμήματα τους, εκτός των δυνάμεων που αποδεσμεύονται και κινούνται προς τα αριστερά αποδεχόμενες έστω και διστακτικά ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα. Εκτός βρίσκονται επίσης δυνάμεις που εκφράζουν ενδιάμεσα στρώματα, αλλά με ένα ευρωενωσιακό προσανατολισμό και τοποθετούνται σταθερά στο έδαφος του καπιταλισμού. Π.χ. η ΔΗΜΑΡ. Τα κόμματα και οι οργανώσεις της αριστεράς, πλην του Κ.Κ.Ε. που έχει ένα αποσαφηνισμένο  χαρακτήρα και πρόγραμμα για το σοσιαλισμό, έχουν στις γραμμές τους δυνάμεις και ρεύματα που έχουν μεγάλες διαφορές και αποκλίσεις. Από την ευρωενωσιακή λογική και τη θέση για συμμετοχή σε κυβερνήσεις και διαχείριση της κρίσης που έχει η πλειοψηφία του ΣΥΝ και ο πρόεδρος του, ως τη μειοψηφία του που θέτει ζήτημα εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε. και μια σαφώς πιο ριζοσπαστική γραμμή. Είναι φανερό ότι η συμμετοχή όλων αυτών των δυνάμεων στους αγώνες για την απόκρουση της επίθεσης του κεφαλαίου και την ανατροπή του μνημονίου και των κυβερνήσεων του και η επίδραση των εργατικών και λαϊκών αγώνων και οι ίδιες οι εξελίξεις και οι αναγκαιότητες που θέτουν, θα συμβάλουν στην αποσαφήνιση των χαρακτηριστικών και του προσανατολισμού τους και στη διαμόρφωση του μπλοκ εκείνου του κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα αγωνιστούν για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Εξάλλου το πρωτεύον δεν είναι οι δυνάμεις της αριστεράς και η συμφωνία τους σε κάποιο πρόγραμμα, όπως υποστηρίζεται από διάφορες πλευρές, αλλά η ανάπτυξη της ταξικής πάλης και η κινητοποίηση του λαού. Αυτός θα είναι ο καταλύτης για τη διαμόρφωση και τον προσανατολισμό των πολιτικών δυνάμεων και της συμμαχίας τους. Εκεί είναι η προτεραιότητα.

Δ. Δημητριάδης



   Λένιν «Για το σύνθημα των ηνωμένων πολιτειών της Ευρώπης» τόμος 26, σελίδα 359 – 360.  






Διαβάστε περισσότερα...