Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑΜΕ

Ο Εργατικός Αγώνας απέκτησε νέο template και domain.
Αφήνoυμε λοιπόν τη φιλοξενία του blogspot και από δω κι εμπρός
θα τα λέμε από τη διεύθυνση www.ergatikosagwnas.gr

Για να μπείτε στο νέο μας blog κάντε κλικ πάνω στην εικόνα


Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Η πρόταση των 10 σημείων του ΣΥΡΙΖΑ


Οι περίοδοι καπιταλιστικής κρίσης επιφέρουν σοβαρές αλλαγές πρώτα και κύρια στην οικονομία και στη συνέχεια στη συνείδηση του κόσμου και σε καθιερωμένες αντιλήψεις καθώς και στο πολιτικό στερέωμα. Στα κόμματα της αριστεράς μία από τις σοβαρές αλλαγές που έχουν σημειωθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, είναι η διατύπωση πολιτικών προτάσεων για το συντονισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, όπως και για τη σύμπηξη ενός Μετώπου, κάτι που στο παρελθόν γινόταν με δυσκολία ή δε γινόταν καθόλου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία από τις πολιτικές δυνάμεις που συχνά καταθέτει προτάσεις αυτού του χαρακτήρα. Η τελευταία του πρόταση [1] αποτελεί μία σχετικά συγκροτημένη απόπειρα που, ωστόσο, έχει σοβαρά προβλήματα. Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε στα λάθη και τις αδυναμίες αυτής της πρότασης, όχι για να ασκήσουμε κριτική για την κριτική, αλλά γιατί θεωρούμε πως σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, αν δεν υπάρξει συζήτηση και «καθαρές» κουβέντες, χωρίς δογματισμούς και ιδεοληψίες, η δημιουργία ενός Μετώπου θα μείνει μια ευχή.
Θα ξεκινήσουμε με ορισμένες επιμέρους –αλλά κρίσιμες κατά τη γνώμη μας– παρατηρήσεις. Το εν λόγω κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει ότι «Καθώς η παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος γίνεται κάθε μέρα και πιο βαθειά τίθεται με μεγαλύτερη οξύτητα το ερώτημα ποιος θα πληρώσει την κρίση: ο κόσμος της εργασίας ή το κεφάλαιο. Η φανερή πια αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς αμοιβές και συνθήκες εργασίας, αλλά και παροχές δημόσιας υγιείς και παιδείας, κάνει επιτακτική αλλά και επίκαιρη τη σοσιαλιστική προοπτική […]».
Οι ενστάσεις μας βρίσκονται σε δύο σημεία: η διαπίστωση περί «αδυναμίας» του καπιταλισμού να δώσει παροχές δεν είναι σωστή. Όταν ο καπιταλισμός λειτούργησε με το λεγόμενο κράτος πρόνοιας, δεν ήταν γιατί γενικά «μπορούσε». Οι παροχές ήταν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: α) ο καπιταλισμός ανέπτυξε το λεγόμενο κράτος-πρόνοιας, γιατί μετά την κρίση του 1929-1933, είχε ανάγκη συσσώρευσης κεφαλαίων που τα ιδιωτικά κεφάλαια ήταν ακόμη αδύναμα να την πετύχουν κι έτσι την ανέλαβε το καπιταλιστικό κράτος, β) έπρεπε να δοθεί απάντηση στο παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης που σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα εξασφάλισε για τους εργαζόμενους δωρεάν παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση και μηδενική ανεργία και γ) το εργατικό κίνημα ανάγκασε τον καπιταλισμό σε υποχωρήσεις. Επομένως, δεν πρόκειται για αδυναμία. Ο καπιταλισμός δεν «παρέχει όταν μπορεί», αλλά όταν αναγκάζεται. Η παρατήρηση αυτή, μοιάζει, ίσως να έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά η αποδοχή της ή μη, έχει άμεσα πρακτικά αποτελέσματα: αποδέχεται ή απορρίπτει τη δυνατότητα διαχείρισης του καπιταλισμού, άρα καθορίζει το περιεχόμενο της στρατηγικής πρότασης ενός φορέα.
Το δεύτερο σημείο –καθόλου ασύνδετο με το προηγούμενο–  έχει να κάνει με τη σοσιαλιστική προοπτική. Οπωσδήποτε δε θα διαφωνήσουμε με το ότι η σοσιαλιστική προοπτική είναι επίκαιρη, όπως διατυπώνεται στην πρόταση των 10 σημείων. Το θέμα, όμως, είναι τι εννοείς με τον όρο αυτό και πώς θα υλοποιήσεις αυτή την προοπτική. Ο σοσιαλισμός και ο τρόπος που θα φτάσουμε σε αυτόν, δεν μπορούν να είναι μία ηθική επίκληση όπως αυτή των ουτοπικών σοσιαλιστών. Ή θα έχεις συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα που θα διασαφηνίζει πως απαιτείται ρήξη και ανατροπή ή θα σπέρνεις αυταπάτες. Επιπλέον, το όποιο μεταβατικό πρόγραμμα προτείνεται, δεν μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα διαχείρισης, αλλά ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του: μεταβατικό. Και βεβαίως όταν λέμε μεταβατικό θα πρέπει να πούμε προς τα πού θα είναι αυτή η μετάβαση.
Όσον αφορά στο χαρακτηρισμό του Μετώπου που θα είναι ο εμπνευστής και ο πρωτεργάτης ενός μεταβατικού προγράμματος, αυτός δεν μπορεί να είναι «αριστερό, προοδευτικό, αντιμνημονιακό-αντινεοφιλελεύθερο», όπως γράφεται στο κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι ότι η ιστορία κρίνεται από τις λέξεις, αλλά και οι λέξεις και το περιεχόμενο που τους δίνουμε έχουν οπωσδήποτε τη σημασία τους. Τα αιτήματα του Μετώπου πρέπει να είναι αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά και δημοκρατικά και άρα το Μέτωπο πρέπει να έχει τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό: Αντιμονοπωλιακό-Αντιιμπεριαλιστικό-Δημοκρατικό (ΑΑΔΜ). Ο χαρακτηρισμός του «αριστερού» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ευκολία από τον καθένα (αριστερός δηλώνει ο Νταλάρας και ο Τζουμάκας, σοσιαλιστής περισσότερο από κάθε φορά δηλώνει ο Γιωργάκης, ενώ μέχρι και ο Κ. Καραμανλής δήλωνε αντιεξουσιαστής!). Ο χαρακτηρισμός του «αντιμνημονιακού» είναι ακόμη περισσότερο ελαστικός, αφού στις αντιμνημονιακές δυνάμεις αυτοτοποθετούνται ο Καρατζαφέρης και ο Καμμένος. Το «αντινεοφιλελεύθερο» μπορεί κι αυτό να χωρέσει τα πάντα, υπονοώντας ότι αυτό που μας ενδιαφέρει σε τελική ανάλυση, δεν είναι ο επαναστατικός μετασχηματισμός των οικονομικών και κοινωνικών δομών, αλλά μια νέα «ορθολογική» και «φιλολαϊκή» διαχείριση του καπιταλισμού, ένας νέος κεϋνσιανισμός.
Αυτά ως γενικές παρατηρήσεις. Όσον αφορά σε αυτά καθ’ εαυτά τα 10 σημεία της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής [2]:
          α) Η πρόταση για διαγραφή του χρέους: προτείνεται η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και όχι ολόκληρου του χρέους. Έτσι, αναγνωρίζεται η ύπαρξη ενός νόμιμου κι ενός επαχθούς (ή απεχθούς όπως επίσης λέγεται) χρέους. Το χρέος είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης. Ειδικά, όμως, στην ελληνική περίπτωση είναι και προϊόν τόσο της τοκογλυφίας και της προσπάθειας των ιμπεριαλιστικών χωρών για μεταφορά της κρίσης από πάνω τους στην Ελλάδα (και σε άλλες χώρες που θα ακολουθήσουν), όσο και του εξαρτημένου χαρακτήρα της Ελλάδας που με την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981, τέθηκαν οι βάσεις για την έκταση και το βάθος της σημερινής κρίσης (διάλυση της αγροτικής παραγωγής, αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, χτύπημα της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής). Επομένως, πώς μπορεί το χρέος να χωριστεί σε νόμιμο και μη; Ποιος λογιστικός έλεγχος θα απαντήσει στο πολιτικό ζήτημα; Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιζήμιος. Αντί αυτού το αίτημα πρέπει να είναι «μη αναγνώριση του χρέους και μονομερής διαγραφή του».
          β) Το δεύτερο σημείο της κριτικής μας σχετίζεται με τον 9ο άξονα που αναφέρεται στο ζήτημα της δημοκρατίας. Η πρόταση είναι αδύνατη και ελλιπής. Όταν γίνεται αναφορά στο ζήτημα της δημοκρατίας και της εξουσίας, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ιστορική εμπειρία και οι όποιες θέσεις να είναι διαυγείς και χωρίς αυταπάτες.
Η περίπτωση της Χιλής είναι ενδεικτική. Η κυβέρνηση Αλιέντε είχε αποφασίσει να επιβάλει ριζικές κοινωνικές αλλαγές αποκλειστικά μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου. Ο Αλιέντε είχε δεσμευτεί σε ένα «δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» και η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» υποσχέθηκε «προσήλωση στη συνταγματική νομιμότητα». Με δεδομένες αυτές τις δεσμεύσεις, η κυβέρνηση Αλιέντε δεν προχώρησε σε καμία ουσιαστική παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, το στρατό, τα σώματα ασφαλείας και το δικαστικό σώμα. Θεωρήθηκε εφικτό πως οι όποιες αλλαγές θα επέλθουν «δημοκρατικά» από μέσα με συνειδητές αποφάσεις. Αυτές οι θέσεις  του κυβερνητικού μπλοκ δεν άλλαξαν όταν ακόμη και τα σημάδια ήταν τέτοια που δεν άφηναν κανένα περιθώριο για αμφιβολίες. Οι κινήσεις της αστικής τάξης της Χιλής και των Αμερικανών ήταν κάτι παραπάνω από χαρακτηριστικές. Τον Οκτώβριο του 1970, δύο ημέρες πριν  την ανακήρυξη του Αλιέντε σε πρόεδρο του Κογκρέσου, δολοφονείται ο αρχηγός ΓΕΣ Σνάιντερ. Θα ακολουθήσουν δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του Αλιέντε το 1971 και το 1972, ενώ το 1973 αποκαλύπτεται απόπειρα πραξικοπήματος από το στρατό. Η απόπειρα πραξικοπήματος καταστέλλεται υπό την ηγεσία του στρατηγού Πρατς, ο οποίος συμβουλεύει τον Αλιέντε να εξοπλίσει το λαό. Ο Αλιέντε αρνείται και δηλώνει πως η επανάσταση πρέπει να είναι αναίμακτη. Παράλληλα η αντιδραστική ηγεσία του στρατού εκκαθαρίζει κάθε στοιχείο που δηλώνει με τον έναν ή άλλον τρόπο συμπαθών προς την κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας. Ο βαθμός των αυταπατών και της έλλειψης εγρήγορσης έφτασε σε τέτοιο βαθμό που η κυβέρνηση Αλιέντε με βάση την τυπική διαδικασία που προβλεπόταν, όρισε ως αρχηγό του ΓΕΣ τον Πινοσέτ (!), δηλαδή το μετέπειτα πραξικοπηματία που επέβαλε το γνωστό δικτατορικό καθεστώς κάτω από το οποίο ο χιλιανός λαός στέναξε, ενώ εξυπηρετήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της αστικής τάξης της Χιλής και του  αμερικανικού ιμπεριαλισμού [3].
Επομένως, το όποιο πρόγραμμα θα πρέπει να ορίζει με σαφήνεια το είδος και τον τρόπο των αλλαγών σε θεσμούς και σε κράτος. Οι αλλαγές πρέπει να αμφισβητούν ευθέως την αστική εξουσία, ο στόχος πρέπει να είναι οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα, οι δίοδοι αντίδρασης της άρχουσας τάξης να περιορίζονται μέχρι εκμηδενισμού και τα μέτρα να εφαρμόζονται όχι γραφειοκρατικά, αλλά με τη λαϊκή συμμετοχή. Αντί της «θολής» πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ θα αντιπροτείναμε το ριζικό εκδημοκρατισμό του δημόσιου τομέα, γενικότερα των συνταγματικών θεσμών, του πολιτικού συστήματος, του εκλογικού συστήματος, της Δικαιοσύνης, των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών μηχανισμών.
          γ) Το τρίτο σημείο της κριτικής μας δεν αφορά σε κάποιον από τους 10 άξονες, αλλά σε κάποιον άξονα που δεν υπάρχει. Αναφερόμαστε, βεβαίως, στην απουσία της πρότασης για έξοδο από την ευρωζώνη και συνολικά από την ΕΕ. Δεν μπορεί ένα Μέτωπο που αναλαμβάνει να χαράξει άλλη ρότα για τον ελληνικό λαό, να είναι φορέας αυταπατών για το ρόλο της ΕΕ. Η ΕΕ είναι ένας ιμπεριαλιστικός οργανισμός και όχι ένα δημιούργημα «οραματιστών» τύπου Μονέ, όπως αρχικά επιχειρούσαν να μας την παρουσιάσουν. Η ΕΕ πρεσβεύει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα, έχει συγκεκριμένη ιδεολογία και πολιτική. Δεν μπορεί να μεταλλαχθεί σε φιλολαϊκό οργανισμό. Επομένως, είναι αντιφατικό, καιροσκοπικό κι επικίνδυνο να υπονοείται ότι υπάρχει δυνατότητα υλοποίησης ακόμη κι αυτού του «πακέτου» των 10 αξόνων εντός του πλαισίου της ΕΕ. Πόσω μάλλον, όταν γίνεται αναφορά, έστω και «θολά» στο σοσιαλισμό. Εκτός, αν κάποιος πιστεύει ότι μπορούμε όχι μόνο να πάμε σε μία σοσιαλιστική κοινωνία με ειρηνικό τρόπο, αλλά ότι μπορούμε και να οικοδομήσουμε σοσιαλισμό εντός της ΕΕ. Πρόταση που θέλει να είναι ριζοσπαστική δεν μπορεί να αφήνει εκτός το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ. Πρόκειται για ένα από τα πιο κομβικά ζητήματα που η απουσία του απονευρώνει την όποια πρόταση εξουσίας.
          Καταληκτικά, θα λέγαμε ότι η κατάθεση της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετική από την άποψη ότι ανοίγει κι άλλο τη συζήτηση για τη συγκρότηση ενός Μετώπου. Ωστόσο, δεν είναι πρόταση εξουσίας που αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη και που προετοιμάζει το δρόμο για την επαναστατική ρήξη, αλλά πρόταση ενσωμάτωσης. Θα μπορούσε με κάποιες τροποποιήσεις και υπό κάποιες προϋποθέσεις να αποτελέσει μία πρόταση για την καθημερινή πάλη του κινήματος, όχι όμως για να διεκδικηθεί η εξουσία. Τα σημεία στα οποία ασκήσαμε κριτική θεωρούμε ότι είναι κρίσιμα και ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι απονευρωμένη και ανίκανη να δώσει απαντήσεις και κυρίως προοπτική.

Οδυσσέας Πραξιάδης

Παραπομπές
[1] Απόφαση της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, 18 και 19 Φεβρουαρίου 2012, www.syriza.gr

[2] Τα 10 σημεία όπως κατατέθηκαν είναι τα εξής:
1.  Άμεση απεμπλοκή από το μνημόνιο, ανατροπή της πολιτικής που μας βυθίζει στην ύφεση και οδηγεί την κοινωνία στην καταστροφή. Ακύρωση του Μνημονίου και των μέτρων που απορρέουν από αυτό.
2. Ανατροπή της νέας δανειακής σύμβασης και των μέτρων που τη συνοδεύουν.
3. Ανατροπή της λιτότητας – αναδιανομή του πλούτου – εξεύρεση νέων πόρων. Για την κρίση να πληρώσουν οι πλούσιοι και αυτοί που τη δημιούργησαν.
4. Προτεραιότητα για την Αριστερά είναι η κοινωνία και οι ανάγκες της.
5.Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους χωρίς μνημόνια λιτότητας και εκποίησης του δημόσιου πλούτου.
6. Δημόσιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό κοινωνικό-δημοκρατικό έλεγχο. Εθνικοποίηση/κοινωνικοποίηση των τραπεζών.
7. Μέτρα για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και για ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο, στη βάση των αναγκών της κοινωνίας και της προστασίας του περιβάλλοντος
8. Υπεράσπιση δημόσιων αγαθών Υγείας – Παιδείας – Κοινωνικής Ασφάλισης.
9. Υπεράσπιση της δημοκρατίας.
10. Λαϊκή κυριαρχία, ανεξαρτησία.

[3] Για την περίπτωση της Χιλής βλέπε αναλυτικότερα Καλτσώνης Δημήτρης, «Η κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή, 1970-1973», ΚΟΜΕΠ, τ. 3, 2000.
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Η συνάντηση Δήμα με την συριακή αντιπολίτευση


του ΔΚ

Η συνάντηση που είχε, την περασμένη Πέμπτη, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Στ. Δήμας με στελέχη της αντικαθεστωτικής αντιπολίτευσης στη Συρία δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Με τη συνάντηση αυτή η κυβέρνηση εμπλέκει τη χώρα μας πιο άμεσα στην κρίση της Συρίας.
Τα τελευταία 10-15 χρόνια οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες είχαν παγώσει κυριολεκτικά. Τα όποια, περιορισμένα, οικονομικά και πολιτικά ανοίγματα είχαν πραγματοποιηθεί τη δεκαετία του 1980 είναι μακρινό παρελθόν. Αντίθετα, οι σχέσεις των δυο χωρών ακολούθησαν φθίνουσα πορεία. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας εναρμονίστηκε πλήρως με εκείνη των ΗΠΑ και της ΕΕ. Τα τελευταία επίσης χρόνια η θερμή προσέγγιση Ελλάδας – Ισραήλ απομάκρυνε εκ των πραγμάτων ακόμη περισσότερο τη χώρα μας από τη Συρία. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ήταν ότι η Συριακή κυβέρνηση αναγνώρισε τον Σεπτέμβριο του 2010 την ΠΓΔΜ με το όνομα «Μακεδονία».

Η ουσία της κρίσης στη Συρία

Πριν εξετάσει κανείς το υπόβαθρο της προαναφερθείσας συνάντησης του Στ. Δήμα, χρήσιμο είναι να δει την ουσία της Συριακής κρίσης. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η κρίση αυτή γεννήθηκε και τροφοδοτείται από τη δυσαρέσκεια του λαού της χώρας αυτής και από τα υπαρκτά προβλήματα στην οικονομία, στα δημοκρατικά δικαιώματα κλπ. Εξίσου όμως αλήθεια είναι ότι η κρίση αυτή ανοιχτά υποδαυλίζεται από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία ιδίως. Δεν είναι ακόμη κρυφός ο ρόλος που επιχειρεί να παίξει η Σαουδική Αραβία. Η Τουρκία επίσης διαδραματίζει ένα ρόλο για τον εξοπλισμό της αντιπολίτευσης. Η Συρία αποτελεί στην πραγματικότητα ένα κομμάτι του παζλ των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, πολύ περισσότερο που είναι γνωστοί δεσμοί της Συρίας με το Ιράν. Δεν είναι τυχαία η επιμονή με την οποία Ρωσία και Κίνα αντιτάσσονται σε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Εξάλλου, η Ρωσία διατηρεί κρίσιμης σημασίας στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη χώρα.

Οι στόχοι της κυβέρνησης

Η εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης δεν σχετίζεται βέβαια με τα υπαρκτά προβλήματα του λαού της Συρίας. Η κίνηση αυτή υπαγορεύεται κατά βάση από τους εξής παράγοντες: Πρώτο, ικανοποιεί τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Όχι τυχαία, δυο μόλις μέρες πριν τη συνάντηση Δήμα είχε πραγματοποιήσει ανάλογη συνάντηση με αντιπροσωπεία του εξόριστου Εθνικού Συμβουλίου της Συρίας η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χ. Κλίντον. Η Ελλάδα συντάσσεται έτσι πιο φανερά με την πίεση που ασκείται στο καθεστώς Άσαντ. Υπηρετεί καλύτερα την πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ. Διαρρηγνύει τις όποιες σχέσεις είχαν απομείνει και τους όποιους διαύλους επικοινωνίας υπήρχαν ακόμη με τη Συρία και τις χώρες και δυνάμεις που συμπαρατάσσονται με αυτήν.
Δεύτερο, η κίνηση αυτή βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με την ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια. Αξίζει να προσεχθεί ότι την περασμένη Κυριακή υπογράφτηκε ενεργειακή συμφωνία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ που, αν βέβαια, υλοποιηθεί αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην προσέγγιση των κρατών. Η Ελλάδα ελπίζει με αυτό ότι θα αποτελέσει κόμβο μεταφοράς ενέργειας από το Ισραήλ και την Κύπρο στην ΕΕ και ότι, έτσι, θα «αυξήσει τις μετοχές της» στον ευρωενωσιακό καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.
Τρίτο, η Ελληνική κυβέρνηση τρέφει φρούδες ελπίδες ότι με μια πιο ενεργητική στάση στο συριακό ζήτημα στη λογική των απαιτήσεων των ΗΠΑ και της Γαλλίας, όπως και με τη μεγαλύτερη προσέγγιση με το Ισραήλ, θα μπορέσει να αντισταθμίσει τη δραστήρια διπλωματία της Τουρκίας η οποία επιχειρεί να αναβαθμίσει τον περιφερειακό γεωστρατηγικό της ρόλο. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών υπολογίζει να παρευρεθεί εντός του μήνα στην Τουρκία στη συνάντηση των «φίλων της Συρίας». Στην πραγματικότητα, ακόμη και με τα αστικά κριτήρια, η Ελλάδα θα είναι ουραγός. Το επιβάλλει η υποδεέστερη θέση της και η οικονομική αδυναμία της.
Για μια ακόμη φορά, όπως όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Ελλάδας, και η σημερινή καταβάλλει προσπάθεια να φανεί στα μάτια των ιμπεριαλιστών συμμάχων ο πιο καλός και επιμελής μαθητής. Προσδοκά έτσι να απαλύνει την πίεση που ασκεί η Τουρκία και που εκφράστηκε με τις πρόσφατες προκλητικές δηλώσεις Μπαγίς ότι η Τουρκία εξετάζει το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης της κατεχόμενης Κύπρου και ότι θα αγνοήσει την κυπριακή προεδρία στην ΕΕ.
Μόνο που αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και επικίνδυνος γιατί χύνει νερό στα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων για αιματοκύλισμα όχι μόνο του συριακού λαού αλλά ευρύτερα της περιοχής. Εκθέτει σε τεράστιους κινδύνους και τον ελληνικό λαό. Και βέβαια είναι σε κάθε περίπτωση αναποτελεσματικός έναντι των τουρκικών πιέσεων. Πέρα από την πολύτιμη ιστορική εμπειρία για τις σχέσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με την Τουρκία, σήμερα, εν μέσω προκλητικής στάσης της Τουρκίας έναντι της Κυπριακής προεδρίας στην ΕΕ, η τελευταία δε σταματά να «χαϊδεύει» την Τουρκία, όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ. Αυτό μάλιστα συμβαίνει παρά και τις όποιες αντιθέσεις ιδίως ανάμεσα στη γείτονα και στη Γαλλία που αφορούν τη διανομή της πίτας στην περιοχή. Η Τουρκία έχει κομβικό ρόλο στη Συρία και στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη.
Η ελληνική άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της εκφραστές, για μια ακόμη φορά σέρνουν το λαό σε μια επικίνδυνη και επιζήμια πολιτικά γραμμή εξωτερικής πολιτικής. Στον αντίποδα πρέπει να βρεθεί το λαϊκό κίνημα διεκδικώντας την παύση κάθε εμπλοκής στα ιμπεριαλιστικά σχέδια, αναπτύσσοντας τη φιλία και την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς της περιοχής. Ο ελληνικός λαός, και όχι τα κάθε είδους καθεστωτικά κόμματα της άρχουσας τάξης, μπορεί να προασπίσει την ειρήνη, την ασφάλεια, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την εθνική μας ανεξαρτησία.
Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Ούτε βήμα πίσω!


Κυβέρνηση και τρόικα έχουν εξαπολύσει μια ξέφρενη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Η επίθεση αυτή δεν έχει τέρμα. Ξένο και ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο θέλουν μεροκάματα πείνας, εργαζόμενους – ομήρους χωρίς δικαιώματα, για να εκτινάξουν τα κέρδη τους.Εκμεταλλεύονται την άνοδο της ανεργίας στα ύψη για να εκβιάσουν και να αναγκάσουν τους εργαζόμενους να υποκύψουν στις πιο ακραίες απαιτήσεις τους. Καταργούν τις συλλογικές συμβάσεις.
Για τους εργαζόμενους όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ούτε ένα βήμα πίσω. Ούτε ένα ευρώ παραπάνω δεν πρέπει να χαθεί από το εισόδημα των εργαζομένων. Η μόνη διέξοδος βρίσκεται στον αγώνα. Τώρα, οι εργαζόμενοι στους χώρους εργασίας, με μαζικές και δημοκρατικές διαδικασίες, από τα κάτω μπορούν και πρέπει να συντονίσουν το βήμα τους, να αγωνιστούν ξεπερνώντας τις συμβιβασμένες πλειοψηφίες της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ οι οποίες παζαρεύουν πόσα θα δώσουν στη μεγαλοεργοδοσία.
Ως εδώ!
Σε αυτή την προσπάθεια όλοι οι εργαζόμενοι έχουν θέση, ανεξάρτητα από τις πολιτικές και ιδεολογικές τους απόψεις, χωρίς αποκλεισμούς και προαπαιτούμενα. Είναι αγώνας ζωής και θανάτου. Πρέπει να δοθεί με τρόπο μαζικό, ενωτικό, μαχητικό.
Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Για την «υπεράσπιση της πατρίδας»


Ο Εργατικός Αγώνας αναδημοσιεύει ένα εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο του Β.Ι.Λένιν (Άπαντα, τ. 49, σελ. 324-334) σε μια ιστορική στιγμή που η εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας υφίσταται νέα, ισχυρά πλήγματα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε συνεργασία με την εγχώρια άρχουσα τάξη:



«ΠΡΟΣ ΤΗΝ I. φ. ΑΡΜΑΝΤ

Αγαπητή φίλη! Σχετικά με την «υπεράσπιση της πατρίδας» δεν ξέρω αν υπάρχουν ανάμεσά μας διαφωνίες ή όχι. Βρίσκετε ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο άρθρο μου πού δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Στη μνήμη του Μαρξ»[1] και στις τωρινές μου δηλώσεις,  χωρίς να παραθέτετε ακριβή αποσπάσματα ούτε από το άρθρο, ούτε από τις δηλώσεις. Μου είναι αδύνατο να απαντήσω στην παρατήρηση αυτή. Δεν έχω τη συλλογή «Στη μνήμη του Μαρξ». Φυσικά, δεν μπορώ να θυμηθώ κατά λέξη όσα έγραφα εκεί. Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω σ' ένα τέτιο επιχείρημα δικό Σας, χωρίς να έχω ακριβή αποσπάσματα, τοτινά και τωρινά.
Και, μιλώντας γενικά, μου φαίνεται ότι κρίνετε τα πράγματα λίγο μονόπλευρα και φορμαλιστικά. Πήρατε ένα απόσπασμα από το «Κομ­μουνιστικό Μανιφέστο» (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και σαν να θέλετε να το χρησιμοποιήσετε χωρίς επιφυλάξεις, φτάνοντας ως την άρνηση των εθνικών πολέμων.
Όλο το πνεύμα του μαρξισμού, όλο το σύστημα του απαιτεί να εξετάζουμε την κάθε θέση μόνο α) ιστορικά β) μόνο σε σύνδεση με άλλες θέσεις γ) μόνο σε σύνδεση με τη συγκεκριμένη πείρα της Ιστορίας.
Η πατρίδα είναι έννοια ιστορική. Άλλο πράγμα είναι η πατρίδα την εποχή ή πιο συγκεκριμένα: τη στιγμή που γίνεται πάλη για την ανατροπή της εθνικής καταπίεσης. Και άλλο πράγμα τη στιγμή που τα εθνικά κινήματα έχουν μείνει αρκετά πίσω. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά τον ίδιο τρόπο και για τούς «3 τύπους χωρών» (§ 6 των θέσεων μας για την αυτοδιάθεση)[2] και σε όλες τις συνθήκες ή θέση για την πατρίδα και την υπεράσπιση της.
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» λέγεται ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα.
Σωστά. Όμως εκεί δεν λέγεται μόνο αυτό. Εκεί λέγεται ακόμη ότι με τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών ό ρόλος του προλεταριάτου γίνεται κάπως ιδιόμορφος. Αν πάρουμε την πρώτη θέση (οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και ξεχάσουμε τη σύνδεσή της με το δεύτερο (οι εργάτες διαμορφώνονται σαν τάξη εθνικά, όχι όμως με την ίδια έννοια πού διαμορφώνεται ή αστική τάξη), θα κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος.
Πού βρίσκεται ή σύνδεση αυτή; Κατά τη γνώμη μου, ακριβώς στο γεγονός ότι, όταν έχουμε δημοκρατικό κίνημα (σε μια τέτοια στιγμή, σε μια τέτοια συγκεκριμένη κατάσταση), το προλεταριάτο δεν μπορεί να μην το υποστηρίξει (συνεπώς δεν μπορεί να μην υπερασπίσει και την πατρίδα σε ένα εθνικό πόλεμο).
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είπαν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Ο ίδιος όμως ο Μαρξ επανειλημμένα καλούσε να πάρουν μέρος σε εθνικό πόλεμο: ο Μαρξ το 1848, ο Ένγκελς το1859 (το τέλος της μπροσούρας του «Πο και Ρήνος», όπου διαγείρεται ανοιχτά το εθνικό αίσθημα των γερμανών, τους καλούν ανοιχτά σε εθνικό πόλεμο). Το1891 οΈνγκελς, λόγω της απειλής και του επερχό­μενου τότε πολέμου της Γαλλίας (Μπουλανζέ) + του Αλέξανδρου του Γ' ενάντια στη Γερμανία, αναγνώριζε ανοιχτά την «υπεράσπιση της πατρί­δας» .
Μήπως ο Μαρξ καιο Ένγκελς μπέρδευαν και έλεγαν άλλα σήμερα και άλλα αύριο;  Όχι. Κατά τη γνώμη μου, η αναγνώριση της «υπεράσπι­σης της πατρίδας» στον εθνικό πόλεμο ανταποκρίνεται απόλυτα στο μαρξισμό. Το 1891 oι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες πραγματικά θα έπρεπε να υπερασπίσουν την πατρίδα τους στον πόλεμο ενάντια στον Μπουλανζέ και τον Αλέξανδρο τον Γ'. Αυτό θα ήταν μια ιδιόμορφη παραλλαγή εθνικού πολέμου.
Ανάμεσα στ' άλλα: λέγοντας αυτό, επαναλαμβάνω εκείνο πού ειπώθη­κε στο άρθρο ενάντια στον Γιούρι [3]. Εσείς δεν ξέρω γιατί σωπαίνετε σχετικά μ' αυτό. Μου φαίνεται ότι για το ζήτημα που ανακινήθηκε εδώ, σ' αυτό ακριβώς το άρθρο υπάρχουν μια σειρά θέσεις πού ξεκαθαρίζουν ως το τέλος (ή σχεδόν ως το τέλος) τη δική μου αντίληψη περί μαρξισμού.
Για τον Ράντεκ — για τα «μαλώματα» (;;;!!!) με τον Ράντεκ. Την άνοιξη είχα ήδη μια συζήτηση με τον Γκριγκόρι που δεν είχε καταλάβει καθόλου την πολιτική κατάσταση εκείνης της στιγμής και με κατηγορούσε ότι ξέκοψα από την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ. Αυτό είναι ανοησία. Η σύνδεση με την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ είναι επίσης πράγμα συμβατικό. Πρώτο, ο Ράντεκ δεν =Αριστερά του Τσίμμερβαλντ. Δεύτερο, δεν υπήρξε γενικά «ξέκομμα» από τον Ράντεκ, παρά μόνο σε μια ορισμένη σφαίρα. Τρίτο, η σύνδεση με τον Ράντεκ είναι ανόητο να την καταλαβαίνει κανείς έτσι, που να μας δένει τα χέρια στον τομέα της απαραίτητης θεωρητικής και πρακτικής πάλης.
Ad 1 (σχετικά με το 1-ο σημείο). Ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν έκανα ούτε μια ενέργεια, ούτε ίχνος ενέργειας, όχι μόνο για ξέκομμα, αλλά ούτε και για εξασθένιση της σύνδεσης με την «Αριστερά του Τσίμμερ­βαλντ». Κανένας δεν με επέκρινε και δεν θα με επικρίνει γι’ αυτό. Ούτε με τον Μπόρχαντ, ούτε με τούς σουηδούς, ούτε με τον Knief κτλ. κτλ.
(Ο Ράντεκ πολύ πρόστυχα μας έδιωξε από τη Συντακτική επιτροπή του «Vorbote». Ο Ράντεκ στην πολιτική φέρεται σαν μικρέμπορος τύπου Τίσκα, αναιδής, αυθάδης, ανόητος. Ο Γκριγκόρι μου έγραφε την άνοιξη του 1916, όταν βρισκόμουν ήδη στη Ζυρίχη, ότι αυτός δεν έχει καμιά «συλλογική δουλιά» με τον Ράντεκ. Ο Ράντεκ απομακρύνθηκε — αυτό είναι το γεγονός. Αποτραβήχτηκε εξαιτίας του «Vorbote» και από μένα και από τον Γκριγκόρι. Η Αριστερά του Τσίμμερβαλντ δενέπαψε να είναι Αριστερά λόγω της αναίδειας και της μικρεμπορικής προστυχιάς ενός  προσώπου, και δεν κάνει να την μπερδεύετε εδώ, δεν είναι λογικό, δεν είναι σωστό.
Η «GazetaRobotnicza», το φύλλο τού Φλεβάρη 1916, αποτελεί ένα πρότυπο τέτοιου φοβερά λακεδίστικου «παιχνιδιού» τύπου Τίσκα (ό Ράντεκ βαδίζει στα ίχνη του), θεωρώ βλάκα ή παλιάνθρωπο εκείνον που συγχωρεί τέτοια πράγματα στην πολιτική. Εγώ ποτέ δεν θα τα συγχωρήσω. Γι’ αυτά δίνουν γροθιές στη μούρη ή γυρνούν τις πλάτες.
Εγώ, φυσικά, έκανα το δεύτερο. Και δεν μετανιώνω. Δεν χά­σαμε ούτε για μια στιγμή τη σύνδεση μας με τούς γερμανούς αριστε­ρούς. Όταν έμπαινε καθήκον να πάμε πραγματικά μαζί με τον Ράντεκ (συνέδριο της Ζυρίχης 4-5. XI. 1916), εμείς πήγαμε μαζί. Όλες οι ανόητες φράσεις του Γκριγκόρι για ξέκομμα δικό μου από την Αριστερά του Τσίμμερβαλντ αποδείχτηκαν ότι ήταν ανοησίες, όπως ήταν πάντοτε.)
Ad 2 — «σφαίρα» της διακοπής με τον Ράντεκ ήταν (α) οι ρωσικές και οι πολωνικές υποθέσεις.  Η απόφαση της Επιτροπής των οργανώ­σεων εξωτερικού το επιβεβαίωσε, (β) Η ιστορία με τον Γιούρι και Σια. Ο Ράντεκ και σήμερα γράφει πολύ αυθάδη γράμματα (μπορώ να Σας τα στείλω, αν τα θέλετε) σε μένα (και στον Γκριγκόρι) πάνω στο θέμα, ότι «εμείς», λέει, (αυτός + Μπουχάριν + Γιούρι και Σία) «βλέπουμε» μ' αυτόν τον τρόπο!! Έτσι μπορεί να γράφει μόνο ένας βλάκας και παλιάνθρωπος, που θέλει «να σκαρώσει μηχανορραφίες», τρυπώνον­τας στη χαραμάδα των διαφωνιών που υπάρχουν ανάμεσα σε μας και στον Γιούρι και Σία. Αν ο Ράντεκ δεν καταλάβαινε τι έκανε, τότε είναι βλάκας. Αν καταλάβαινε, τότε είναι παλιάνθρωπος.
Το πολιτικό καθήκον του Κόμματος μας ήταν σαφές: εμείς δεν μπορούσαμε να δέσουμε τα χέρια μας, αποδεχόμενοι ισοτιμία στη Συντακτική επιτροπή με τους Ν. I. + Γιούρι + Ε. Μπ. (ο Γκριγκόρι δεν το κατάλαβε αυτό και μ' έκανε να φτάσω ως το σημείο να στείλω ανοιχτό τελεσίγραφο: δήλωσα ότι θα αποχωρήσω από το «Κομμουνίστ», αν δεν κόψουμε την επαφή μαζί του. Το«Κομμουνίστ» ήταν καλό, ωσότου η τριάδα που αποτελούσε το 1/2 της Συντακτικής επιτροπής δεν είχε ιδιαίτερο πρόγραμμα), θα ήταν ηλιθιότητα και θα χαλούσαμε όλη τη δουλιά, αν δίναμε ισοτιμία στην ομάδα Μπουχάριν + Γιούρι + Ε. Μπ.
Κουκούτσι μυαλό δεν έχει ο Γιούρι, είναι εντελώς γουρουνόπουλο, ούτε και η Ε. Μπ., και αν φτάσουν μέχρι την ομαδική βλακεία μαζί με τον Μπουχάριν, τότε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τη στάση μας μαζί τους, πιο συγκεκριμένα: να ξεκόψουμε με το «Κομμουνίστ». Κι’ αυτό έγινε. Η πολεμική εξαιτίας της αυτοδιάθεσης μόλις αρχίζει. Εδώ έχουν απόλυτη σύγχυση και σε όλο το ζήτημα της στάσης απέναντι στη δημοκρατία. Στην περίπτωση αυτή να δώσουμε «ισοτιμία» στα γου­ρουνόπουλα και στους βλάκες — ποτέ! Δεν θελήσατε να διδαχτείτε ειρηνικά και συντροφικά, τώρα βάλτε τα με τον εαυτό σας. (Τους γινόμουν τσιμπούρι, ανοίγοντας επίτηδες συζητήσεις γι’ αυτό στη Βέρνη: γύριζαν τη μύτη άλλου! Τους έγραφα γράμματα δεκάδες σελίδες στη Στοκχόλμη — γύριζαν τη μύτη άλλου! Όμως αφού είναι έτσι, πηγαίνετε στο διάβολο. Έκανα ό,τι μπορούσα για μια ειρηνική λύση. Δεν θέλετε — θα σας σπάσω τη μούρη καιθα σας ρεζιλέψω μπροστά σε όλο τον κόσμο σαν βλάκες. Έτσι και μόνο έτσι πρέπει να ενεργήσουμε.).Τι σχέση έχει εδώ ό Ράντεκ; ίσως να ρωτήσετε.
Γιατί αυτός ήταν το «βαρύ πυροβολικό» της «ομάδας» αυτής, το πυροβολικό πού ήταν κρυμένο παράμερα στους θάμνους. Ο Γιούρι και Σία δεν υπολόγιζαν και άσχημα (η Ε. Μπ. έχει ικανότητες για μηχανορραφίες, αποδείχτηκε ότι δεν έφερνε τον Γιούρι προς το μέρος μας, αλλά συγκροτούσε ομάδα ενάντια μας). Αυτοί υπολόγιζαν: εμείς θα ανοίξου­με πόλεμο, θα πολεμήσει όμως για μας ο Ράντεκ!! Για μας θα πολεμήσει ο Ράντεκ, καιο Λένιν θα έχει τα χέρια δεμένα.
Δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτιο, αγαπητά γουρουνόπουλα! Δεν θα δέσω τα χέρια μου στην πολιτική, θέλετε να πολεμήσετε; Τραβάτε ανοιχτά. Καιο ρόλος του Ράντεκ — να παρακινεί στα κρυφά τα νεαρά γουρουνόπουλα και ο ίδιος να κρύβεται πίσω απότην «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ», ξεπερνάει κάθε προστυχιά. Ο πιο κακοήθης... από το βάλτο του Τίσκα δεν θα μπορούσε να κάνει πιο πρόστυχα τον ψιλικατζή, να φερθεί πιο λακεδίστικα και να δολοπλοκεί πίσω από τις πλάτες.
Ad 3 — ειπώθηκε ήδη ξεκάθαρα. Το ζήτημα της σχέσης του ιμπεριαλισμού απέναντι στη δημοκρατία και το πρόγραμμα-μίνιμουμ μπαίνει όλο και πιο πλατιά (βλ. το ολλανδικό πρόγραμμα στο δελτίο, τευχ. 3 ,οι αμερικανοί τουS. L. Ρ. [4] πέταξαν ολόκληρο το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Entwaffnungsfrage[5]). Ο Ράντεκ έχει απόλυτη σύγχυση στο κεφάλι (αυτό φάνηκε καθαρά απότις θέσεις του· αυτό το έδειξε ακόμη και το ζήτημα σχετικά με τούς έμεσους και άμε­σους φόρους, πού το ανακίνησαν οι θέσεις μου). Ποτέ δεν θα δέσω τα χέρια μου, όταν πρόκειται να εξηγήσω το σπουδαιότατο και θεμελιακό αυτό ζήτημα. Δεν μπορώ. Το ζήτημα πρέπει να ξεκαθα­ριστεί. Πάνω σ' αυτό δεκάδες θα «πέσουν» ακόμη (θα σκοντά­ψουν).
Όποιος καταλαβαίνει τη «σύνδεση» της Αριστεράς του Τσίμμερβαλντ έτσι, ότι δηλαδή θα δέσουμε τα χέρια μας στη θεω­ρητική πάλη ενάντια στον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό» (αυτή είναι διεθνής αρρώστια: ολλανδο-αμερικανο-ρωσική κτλ.), αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε. Εγώ δεν πρόκειται να δεχτώ να αποστηθίσω την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ» και να χτυπώ το μέτωπο κατα­γής, υποκλινόμενος μπροστά στην πλήρη θεωρητική σύγχυση του Ράντεκ.
Συμπεράσματα: ύστερα από το Τσίμμερβαλντ οι ελιγμοί έγιναν δυσκολότεροι. Έπρεπε να πάρουμε ό,τι χρειαζόταν από τον Ράντεκ και την Ε. Μπ. Και Σια, χωρίς να δέσουμε τα χέρια μας. Νομίζω αυτό το πέτυχα. Έπειτα από την αναχώρηση του Μπουχάριν στην Αμε­ρική και το κυριότερο, όταν μας στάλθηκε ύστερα το άρθρο του Γιούρι και αποδέχτηκε (αυτός αποδέχτηκε!  ανα- γκάστηκε να αποδεχτεί) την απάντηση μου — η υπόθεση τους, σαν ομάδα, τε­λείωσε. (Και ό Γκριγκόρι ήθελε να διαιωνίσει την ομάδα αυτή, δίνοντας της ισοτιμία: θα της δίναμε εμείς ισοτιμία!!)
Χωρίσαμε με τον Ράντεκ πάνω στο ρωσο-πολωνικό στίβο και δεν τον καλέσαμε στη Συλλογή μας[6]. Έτσι έπρε­πε να γίνει.
Κι' αυτός δεν μπορεί τώρα να κάνει τίποτε πού να βλάπτει τη δουλιά. Στο συνέδριο της Ζυρίχης (5. XI. 1916) αναγκάστηκε να πάει μαζί μου, όπως και τώρα, ενάντια στον Γκρίμμ.
Τι θα πει αυτό; Αυτό θα πει ότι μπόρεσα να ξεχωρίσω[7] τα ζητήματα: η διεθνής πίεση πάνω στους καουτσκιστές δεν μειώθηκε ούτε κατά ένα γιώτα (ο Γκρίμμ compris[8]) και ταυτόχρονα δεν υποτάχθηκα στην «ισοτιμία», ακολουθώντας τη βλακεία του Ράντεκ.
Νομίζω ότι τώρα κερδίσαμε την υπόθεση στρατηγικά. Μπο­ρεί ο Γιούρι + Σια + Ράντεκ + Σια να βρίζουν. Allez-y, mesamis![9]Τώρα odium[10] θα πέσει σε σας και όχι σε μας. Όμως τώρα δεν πρόκειται να κάνετε ζημιά στην υπόθεση και ο δρόμος μας είναι ξεκαθαρισμένος. Ξεμπλέξαμε από τη βρώμικη (απ' όλες τις απόψεις) σύγχυση με τον Γιούρι και τον Ράντεκ, χωρίς να αδυνατίσουμε την «Αριστερά του Τσίμμερβαλντ» ούτε κατά ένα γιώτα και έχουμε τις προϋποθέσεις να παλέψουμε ενάντια στις ανοησίες στο ζήτημα της στάσης απέναντι στη δημοκρατία.
Voilà[11].  Ζητώ συγνώμη για το τόσο εκτενές γράμμα και για την αφθονία των απότομων λέξεων· δεν μπορώ να γράψω διαφορε­τικά, όταν μιλώ ανοιχτά. Μα αυτά όλα είναι entrenous[12]  και μπορεί να ειπωθεί και καμιά παραπανίσια βρισιά.
Σας στέλνω τούς καλύτερους χαιρετισμούς! Δικός Σας Λένιν

Γενικά και ο Ράντεκ και ο Πάννεκουκ  δεν βάζουν σωστά το ζήτημα της πάλης ενάντια στον καουτσκισμό. Αυτό ΝΒ!!


Γράφτηκε στις 30 του Νοέμβρη 1916»

 

[1]«Μαρξισμός και αναθεωρητισμός» (Άπαντα, 5η εκδ., τόμ. 17ος, σελ 16-26). Η Συντ.
[2]«Ή σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 27ος, σελ. 264-265).
[3]Βλ. «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμό» και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 30ός, σελ. 77-130).  Η Συντ
[4]SocialistLabourParty— Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα.  Η Συντ.
[5]Το ζήτημα του αφοπλισμού.  Η Συντ
[6]Πρόκειται γιατη «Σμπόρνικ «Σοτσιάλ-Ντεμοκράτα»». Η Συντ.
[7]Αυτό ήταν πολύ δύσκολο!!
[8]- συμπεριλαμβάνεται. Η Συντ.
[9]- Ενεργείτε έτσι, φίλοι μου. Η Συντ.
[10]- ευθύνη. Η Συντ.
[11]- Ιδού. Η Συντ.
[12]- μεταξύ μας.Η Συντ.
Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Απλά Μαθήματα Οικονομίας


Μέρος 2ο
 
Συνεχίζουμε σήμερα την προσπάθεια να προσεγγίσουμε και να αποσαφηνίσουμε την ορολογία της κρίσης συζητώντας με τον Σταύρο Μαυρουδέα, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ο οποίος απάντησε απλά και κατανοητά στις ερωτήσεις που του υποβάλλαμε.

Τι είναι ο μηχανισμός του PSI;

Το Private Sector Involvement (PSI) είναι ουσιαστικά μία διαδικασία ελεγχόμενης χρεωκοπίας. Τόσο οι ηγεμονικές ευρωπαϊκές δυνάμεις όσο και η ελληνική αστική τάξη «καταράστηκαν» την στάση πληρωμών και έτσι επέβαλαν την «εσωτερική υποτίμηση» (δηλαδή την άγρια λιτότητα και τις δραματικές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις) μέσω του 1ου Μνημονίου. Όμως σύντομα αποδείχθηκε ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου δεν λύνει ούτε το πρόβλημα χρέους ούτε ανασυγκροτεί την ελληνική οικονομία – πράγμα που μάλλον το γνώριζαν εκ των προτέρων οι ίδιοι οι σχεδιαστές του προγράμματος. Επομένως, και καθώς η «κρίση χρέους» διαχεόταν όχι μόνο στην ευρω-περιφέρεια αλλά πλέον και σε χώρες του πυρήνα της ΕΕ, αποφασίσθηκε μία «ελεγχόμενη στάση πληρωμών», δηλαδή το «κούρεμα» των ιδιωτών δανειστών της Ελλάδας.
Έτσι τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν ιδιώτες (υπολογίζεται ότι ξεπερνούν λίγο τα 200 δις ευρώ) θα «κουρευτούν» στην ονομαστική τους αξία κατά 50% και το υπόλοιπο τους θα ανταλλαγεί με νέα ελληνικά ομόλογα 30ετούς διάρκειας αλλά και 2ετή ομόλογα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSF). Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο προβλέπει ότι το 53,5% του αρχικού ποσού θα διαγραφεί ενώ από το υπόλοιπο το 31,5% του αρχικού ποσού θα ανταλλαγεί με 20 νέα ελληνικά ομόλογα με λήξη από 11 έως 30 χρόνια και το 15% με τίτλους βραχυχρόνιας λήξης έκδοσης του EFSF. Τα νέα ομόλογα θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο και όχι από το ελληνικό, όπως τα προηγούμενα. Τα νέα ομόλογα θα έχουν τα ακόλουθα επιτόκια:
(1) μέχρι τον Φεβρουάριο του 2015 το κουπόνι των νέων ελληνικών ομολόγων θα είναι 2% (δηλαδή για περίοδο 3 ετών).
(2) θα αυξηθεί σε 3% για τα επόμενα πέντε χρόνια (έως τον Φεβρουάριο του 2020)
(3) θα αυξηθεί επιπλέον σε 3,65% για την περίοδο Φεβρουάριος 2021 – Φεβρουάριος 2022
(4) και θα καταλήξει στο 4,3% για την περίοδο έως τον Φεβρουάριο του 2042.
Η εθελοντική συμμετοχή στο σχέδιο πρέπει να ξεπεράσει το 75% αλλιώς θα πρέπει να ενεργοποιηθούν οι ρήτρες συλλογικής δράσης (δηλαδή το ελληνικό κράτος να νομοθετήσει την υποχρεωτική ανταλλαγή των ομολόγων). Στην τελευταία περίπτωση θα ενεργοποιηθούν τα ασφάλιστρα κινδύνου (τα διαβόητα CDS).
Το PSI αποσκοπεί να κάνει μέχρι το 2020 το ελληνικό χρέος διαχειρήσιμο, δηλαδή να μην ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ. Όμως, όπως ομολογείται ευθέως ακόμη και από τους εμπνευστές του, αυτό είναι μάλλον απίθανο (δες το άρθρο «Η μυστική έκθεση της Τρόικας» ). Κατ’ αρχήν οποιοδήποτε χρέος πάνω από το 60-70% του ΑΕΠ είναι, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, μη διαχειρήσιμο. Όμως για να πετύχει το σχέδιο του PSI η ελληνική οικονομία πρέπει να συντρέξουν και αρκετές άλλες κρίσιμες προϋποθέσεις. Οι πιο σημαντικές είναι:
(α) να βγει η οικονομία από την ύφεση το 2013 και να έχει ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης εφεξής (πράγμα εντελώς απίθανο με ύφεση 7% το 2011 και προσδοκίες για ακόμη μεγαλύτερη, της τάξης του 8%, για το 2012)
(β) να υπάρξουν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα από φέτος και για τα επόμενα χρόνια (πράγμα που μόνο ενεργειακές οικονομίες έχουν πετύχει μέχρι σήμερα)
Για όλους αυτούς τους λόγους το PSI και το 2ο Μνημόνιο είναι εκ προοιμίου αποτυχημένα. Το μόνο που κατορθώνουν είναι να:
(1) αυξήσουν την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και να μετατρέψουν την Ελλάδα σε μία «ευρωπαϊκή εργασιακή Κίνα» (προς όφελος του ελληνικού και ξένου κεφαλαίου και ιδιαίτερα του τελευταίου).
(2) κερδίσουν χρόνο για την ΕΕ έτσι ώστε να μπορέσει να βάλει «αντιπυρικές ζώνες» στην διάδοση της κρίσης από την περιφέρεια προς τον πυρήνα της.

[5] Γιατί το κούρεμα βάζει σε κίνδυνο τα ασφαλιστικά ταμεία και δεν ανακουφίζει τον ελληνικό λαό;
Το «κούρεμα» απομειώνει και τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που είναι στα χέρια των ασφαλιστικών ταμείων και – σε συνδυασμό με την ύφεση που μειώνει τις ασφαλιστικές εισφορές – θέτει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών Ταμείων βρίσκονται σήμερα ελληνικά ομόλογα αξίας 21 δισ. ευρώ, η αξία των οποίων θα απομειωθεί στα 11 δισ. ευρώ. Από αυτά ομόλογα αξίας 7 δισ. ευρώ αγοράστηκαν απευθείας από τα Ταμεία, ενώ τα υπόλοιπα 14 δισ. ευρώ είναι καταθέσεις των Ταμείων στη Τράπεζα της Ελλάδος, τα οποία στη συνέχεια επενδύθηκαν σε ομόλογα. Αυτά θα απομειωθούν σε ποσοστό 53,5%.
Όμως και παρόλο το βαρύ τίτλο της μείωσης κατά 50%, στην πραγματικότητα η πραγματική ελάφρυνση του χρέους είναι πολύ μικρή. Σύμφωνα με υπολογισμούς αρθρογράφου των Financial Times και της J.P.Morgan (δες το άρθρο «Δυο εξαιρετικά ενδιαφέροντα δημοσιεύματα») το συνολικό δανειακό βάρος της Ελλάδας δεν θα μειωθεί σχεδόν καθόλου. Υπολογίζεται ότι από 352 δις Ευρώ (163% του ΑΕΠ) θα πέσει στα 333 δις ευρώ (154% του ΑΕΠ). Δηλαδή πολύ φασαρία – και πολύ πόνος για τον ελληνικό λαό - για το τίποτα.

Τι είναι το EFSF;

Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 προκάλεσε σοβαρές διαταραχές στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Ιδιαίτερα όξυνε τις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ – ΕΕ – Άπω Ανατολής και των νέο-αναδυόμενων χωρών (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα κλπ.). Στις αντιπαραθέσεις αυτές η ΕΕ βρέθηκε στο κέντρο του κυκλώνα και αυτό εκφράσθηκε με την λεγόμενη «κρίση του ευρωπαϊκού κρατικού χρέους» (για περισσότερα δες το άρθρο ‘The crisis of the European Union and the failure of its ‘salvation plans’). Για να αντιμετωπίσει την κρίση αυτή η ΕΕ προχώρησε σπασμωδικά στη δημιουργία έκτακτων χρηματοδοτικών μηχανισμών έτσι ώστε να αποφευχθεί τουλάχιστον η ανοικτή χρεωκοπία κάποιων μελών της (γιατί η ουσιαστική χρεωκοπία ήταν ήδη παρούσα) . Ο πρώτος είναι το EFSF και, όταν φάνηκε η ανεπάρκεια του, ακολούθησε η θεσμοθέτηση του ESM.
Το European Financial Stability Facility (EFSF) είναι ένα έκτακτο «όχημα ειδικού σκοπού» (SPV - special purpose vehicle) που δημιουργήθηκε επειγόντως από τα 27 μέλη της ΕΕ, στις 9 Μαϊου 2010, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα χρηματοδότησης μελών αντιμετωπίζουν την λεγόμενη «κρίση ευρωπαϊκού κρατικού χρέους» (European sovereign debt crisis). Η έδρα του είναι στο Λουξεμβούργο και διοικητικά υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα (δηλαδή δεν έχει δικό του μηχανισμό). Μπορεί να δανεισθεί μέσω της έκδοσης ομολόγων (ή άλλων χρεογράφων) – με την διοικητική υποστήριξη του Γερμανικού Γραφείου Διαχείρισης Χρέους (δηλαδή ούτε και σ’ αυτό τον τομέα έχει αυτοτέλεια) – με σκοπό να (α) παρέχει δάνεια σε μέλη της ευρωζώνης με οικονομικά προβλήματα, (β) συμβάλει στην ανακεφαλαιοποίηση απειλούμενων τραπεζών και, (γ) εξαγοράσει προϋπάρχον κρατικό χρέος. Τα ομόλογα του EFSF υποστηρίζονται από εγγυήσεις που δίνουν τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης σε αναλογία με τα μερίδια τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).
Το EFSF είχε αρχικά αξιολόγηση ΑΑΑ από τους «γνωστούς οίκους», έτσι ώστε τα ομόλογα του να μπορούν – υπό τους παρόντες κανονισμούς – να χρησιμοποιηθούν για διαδικασίες αναχρηματοδότησης από την ΕΚΤ. Όμως, μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας και άλλων 8 χωρών της ΕΕ, στις 16 Ιανουαρίου 2012 η Standard and Poors (S&P) κατέβασε την αξιολόγηση του σε AA+.
Το EFSF συνδέεται με έναν άλλο έκτακτο μηχανισμό, το European Financial Stabilisation Mechanism (EFSM), που είναι ένα πρόγραμμα που δανείζεται από τις χρηματαγορές με την χρήση σαν υποθήκης του προϋπολογισμού της ΕΕ και το οποίο μπορεί να δανεισθεί μέχρι 60 δις. Ευρώ. Μπορεί να συμπληρωθεί επίσης με 250 δις. Ευρώ από το IMF.
Η αρχική συμφωνία προέβλεπε ότι το EFSF μπορεί να δανεισθεί μέχρι 440 δις. Ευρώ Συνεπώς τα συνολικά δυνητικά διαθέσιμα κεφάλαια του EFSF (με αυτά του EFSM και του IMF) έφθαναν μέχρι τα 750 δις. Ευρώ. Από αυτά μόνο ένα τμήμα είναι διαθέσιμα καθώς τα υπόλοιπα πρέπει να κρατηθούν για λόγους πιστοληπτικής αξιοπιστίας.
Πολύ σύντομα η ανεπάρκεια των διαθέσιμων κεφαλαίων του EFSF έγινε προφανής (καθώς το πρόβλημα του χρέους έφθασε στην Ισπανία και την Ιταλία) και ξανά εσπευσμένα αποφασίσθηκε, στις 21 Ιουλίου 2011, να επεκταθεί το όριο δανεισμού του από 440 δις ευρώ σε 780 δις ευρώ. Επίσης χαλάρωσαν οι περιορισμοί όσον αφορά το ποσό που διακρατείται για λόγους πιστοληπτικής αξιοπιστίας. Και αυτό όμως σύντομα αποδείχθηκε λίγο οπότε, στις 27 Οκτωβρίου 2011, εξαγγέλθηκε ότι θα αυξηθεί η ικανότητα του EFSF σε 1 τρις. Ευρώ μέσω ενός μηχανισμού ασφαλειών για τους αγοραστές κρατικού χρέους.
Το EFSF έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα μόνο για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, καθώς τα 110 δις. Ευρώ του πρώτου ελληνικού μνημονίου έχουν δοθεί μέσω διακρατικών συμφωνιών με τα μέλη της ευρωζώνης (εκτός της Σλοβακίας που αρνήθηκε και της Εσθονίας που το 2010 δεν ήταν μέλος) και το IMF.
Το European Stability Mechanism (ESM) είναι ο εξαγγελθείς μόνιμος διάδοχος του EFSF που προβλέπεται να στηθεί τον Ιούλιο του 2012. Είναι τμήμα της συμφωνίας Γερμανίας – Γαλλίας για την θεσμική μεταρρύθμιση της ΕΕ που επιβάλλει μία γενικευμένη πολιτική λιτότητας τόσο στις χώρες της ευρωπεριφέρειας αλλά ακόμη και σε αυτές του κέντρου (μέσω του δημοσιοοικονομικού συμφώνου) και που ουσιαστικά εκχωρεί στο Γερμανο-Γαλλικό διευθυντήριο κυριαρχικά δικαιώματα των πιο αδύνατων χωρών. Όλες αυτές οι αλλαγές προωθούνται – μετά το βέτο της Αγγλίας στο σχέδιο – μέσω διακρατικών συμφωνιών.
Ουσιαστικά, με όλους αυτούς τους μηχανισμούς, ο ηγεμονικός πυρήνας της ΕΕ (δηλαδή οι επικεφαλής ιμπεριαλιστικές οικονομίες) προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ΕΕ με τον φθηνότερο δυνατό τρόπο και αποφεύγοντας την προσφυγή στην έκδοση νομίσματος, καθώς το τελευταίο θα έθαβε τις προσδοκίες το ευρώ να ανταγωνισθεί το δολάριο και η ΕΕ να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ.

Τι είναι το IFF;

Το Institute of International Finance (IIF) είναι η σημερινή παγκόσμια ένωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Δημιουργήθηκε το 1983 από 38 τράπεζες των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών κρατών σαν απάντηση στη διεθνή κρίση χρέους των αρχών της δεκαετίας του 1980. Σήμερα, συμμετέχουν σε αυτό πολύ περισσότερες οργανισμοί (εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, επενδυτικές εταιρείες κλπ.). Ουσιαστικά αποτελεί το διεθνές λόμπι (ομάδα πίεσης) του χρηματικού κεφαλαίου. Έπαιξε ρόλο στις παλιότερες κρίσεις χρέους της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας και σήμερα σε αυτή της ευρωζώνης. Παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο ελληνικό PSI εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των ιδιωτών δανειστών.
Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Απλά Μαθήματα Οικονομίας


Μέρος 1ο

Αφότου ενέσκηψε η κρίση, υπήρξε μια εκδοτική έκρηξη στο πολιτικό και οικονομικό βιβλίο. Πολλά από τα βιβλία αλλά και τα άρθρα που κυκλοφόρησαν, επιχείρησαν να δώσουν ερμηνεία στην καπιταλιστική κρίση. Παράλληλα, όμως, με τις κλασικές ή λιγότερο κλασικές ερμηνείες, προέκυψαν δεκάδες ερωτήματα που σχετίζονταν με «τεχνικά» ζητήματα. Τα δελτία ειδήσεων πλημμύρισαν με όρους που ο κόσμος για πρώτη φορά άκουγε ή σε κάθε περίπτωση δεν ήξερε το περιεχόμενό τους.
Σήμερα η ανάγκη για αποσαφήνιση τέτοιων όρων είναι επείγουσα, αφού στο βαθμό που κατανοούμε το τι σημαίνουν, καταλαβαίνουμε και τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, το μηχανισμό της κρίσης, τον τρόπο κάρπωσης της υπεραξίας κ.ά.
Κάνουμε, λοιπόν, μια πρώτη προσπάθεια να προσεγγίσουμε κάποια από αυτά τα «τεχνικά» ζητήματα, συζητώντας με τον Σταύρο Μαυρουδέα, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Του υποβάλαμε ορισμένες ερωτήσεις τις οποίες και παρουσιάζουμε (σε δυο συνέχειες) μαζί με τις απαντήσεις που δόθηκαν.


Τι είναι το χρηματιστήριο;

Ο όρος χρηματιστήριοκεφαλαιαγορά) αναφέρεται στις οργανωμένες (και συνήθως αναγνωρισμένες από το κράτος) αγορές κεφαλαίου. Σε αυτές γίνονται αγοραπωλησία στοιχείων κεφαλαίου. Αυτά είναι είτε οι λεγόμενες «κινητές αξίες» (π.χ. μερίδια κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών, τραπεζικά, κρατικά ή άλλα ομόλογα κλπ.) είτε εμπορεύματα. Τυπικά τα χρηματιστήρια διακρίνονται σε Αξιών, Εμπορευμάτων και Ναύλων.
Οι κεφαλαιαγορές είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό, ενώ ο άλλος είναι οι τράπεζες. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ο καπιταλιστικός μηχανισμός με τον οποίο το χρήμα μετατρέπεται σε κεφάλαιο, δηλαδή μπορεί να αγοράζει μισθωτή εργασία και συνεπώς να την εκμεταλλευθεί (εξάγοντας υπεραξία). Αυτό γίνεται γιατί μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος οι επιχειρήσεις (δηλαδή οι μηχανισμοί αγοράς και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας) αποκτούν τα αναγκαία χρηματικά διαθέσιμα για την λειτουργία τους.
Ο τρόπος λειτουργίας των κεφαλαιαγορών διαφέρει ριζικά από αυτό του τραπεζικού συστήματος. Κατ’ αρχήν ο τραπεζικός δανεισμός είναι μία συμφωνία πάνω σε ένα τραπέζι μεταξύ δύο συμβαλλομένων και δεν είναι μία ανοικτή διαπραγμάτευση στην οποία μπορεί να προσέλθει ο οποιοσδήποτε. Δεν είναι δηλαδή μία πράξη καθαρής αγοράς. Επιπλέον, όταν μία τράπεζα δανείζει μία επιχείρηση τότε πρόκειται να της επιστραφεί το ποσό του δανείου μαζί με την «αμοιβή» της (τους τόκους). Θα λάβει το ποσό αυτό άσχετα με το εάν η επιχείρηση πήγε καλά ή όχι. Δηλαδή ο χρηματοδότης (η τράπεζα) δεν συμμετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο. Σύμφωνα με την Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, ο τόκος είναι τμήμα της υπεραξίας -που παράγεται υπό τον έλεγχο της παραγωγικής επιχείρησης και όχι της τράπεζας - και αποδίδεται στην δεύτερη σαν «αμοιβή» για την χρηματοδότηση της.
Αντίθετα, η χρηματοδότηση μέσω της κεφαλαιαγοράς σημαίνει ότι η επιχείρηση πουλά τμήμα των περιουσιακών στοιχείων της (μετοχές) και συνεπώς ο χρηματοδότης γίνεται συνιδιοκτήτης της. Συνεπώς συμμετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο. Αυτό σημαίνει ότι εάν υπάρξουν κέρδη τότε λαμβάνει το μερίδιο του (μέρισμα) ενώ εάν δεν υπάρξουν δεν παίρνει τίποτα. Επίσης συμμετέχει στην αύξηση της αξίας ή αντίστοιχα στην μείωση της αξίας της επιχείρησης που αποτυπώνεται στην αξία της μετοχής.
Η χρηματοδότηση μέσω του τραπεζικού συστήματος είναι συνήθως πιο ακριβή για την επιχείρηση αλλά ταυτόχρονα είναι πιο σταθερός μηχανισμός συνολικά για το σύστημα καθώς, ακριβώς επειδή δεν είναι διαδικασία καθαρής αγοράς, είναι λιγότερο επιρρεπής σε πανικούς και συνεπώς στην ανεξέλεγκτη μετάδοση προβλημάτων. Αντιθέτως, η χρηματοδότηση μέσω του χρηματιστηρίου είναι πολύ πιο ευέλικτη και συνήθως φθηνότερη αλλά ταυτόχρονα είναι πιο επιρρεπής σε πανικούς και συνεπώς στην ανεξέλεγκτη μετάδοση προβλημάτων.

Τι σημαίνει ομόλογο και τι μετοχή;


Μετοχή είναι ένα από τα ίσα μερίδια, στα οποία διαιρείται το κεφάλαιο μιας πολυμετοχικής (δηλ. ανώνυμης) εταιρίας. Εκφράζει μερίδιο στην ιδιοκτησία της επιχείρησης και δίνει αντίστοιχα δικαιώματα στη διεύθυνση της (υπό κάποιους περιορισμούς) καθώς και στα κέρδη της. Οι μετοχές μπορεί να διακρίνονται σε κοινές, προνομιούχες και επικαρπίας, ονομαστικές και ανώνυμες, μετά ψήφου ή χωρίς ψήφο, σε διαπραγματεύσιμες ή μη διαπραγματεύσιμες στο χρηματιστήριο.
Η κοινή μετοχή είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος και περιλαμβάνει όλα τα βασικά δικαιώματα ενός μετόχου, όπως συμμετοχή στα κέρδη, στην έκδοση νέων μετοχών, στο προϊόν της εκκαθάρισης, καθώς και δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση της εταιρείας και συμμετοχής στη διαχείρισή της.
Η προνομιούχος μετοχή απλά έχει μία προτεραιότητα των κοινών μετοχών, στη λήψη μερίσματος και στην εκκαθάριση σε περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης. Από την άλλη όμως, συνήθως, στερείται του δικαιώματος ψήφου και συμμετοχής στη διεύθυνση της επιχείρησης.
Το ομόλογο είναι ένας δανειακός τίτλος (χρεόγραφο), που ο εκδότης του έχει την υποχρέωση να καταβάλει, στη λήξη της σύμβασης, την ονομαστική αξία του. Στην περίπτωση των ομολόγων με κουπόνι τότε οφείλει να καταβάλει σε τακτά διαστήματα ένα ποσό χρημάτων (το κουπόνι). Το ομόλογο είναι ουσιαστικά ένα δάνειο το οποίο όμως δεν συνάπτεται μέσω του τραπεζικού συστήματος αλλά μέσω της κεφαλαιαγοράς. Ο εκδότης είναι ο οφειλέτης, ο κάτοχος ομολόγων ο δανειστής και το κουπόνι (αν υπάρχει) είναι ο τόκος. Υπάρχουν χρεόγραφα με διάρκεια (ωριμότητα) μικρότερη του ενός έτους που είναι είτε γραμμάτια είτε συναλλαγματικές.


Πώς εκδηλώθηκε η κρίση στις ΗΠΑ το 2008 με τα στεγαστικά δάνεια; Τι σημαίνει ότι στεγαστικά δάνεια τιτλοποποιούνταν και πωλούνταν;

Η τρέχουσα κρίση δεν είναι μία «αυτοτελής» κρίση και, πολύ περισσότερο δεν είναι απλά μία χρηματοπιστωτική κρίση (όπως διατείνονται τόσο οι ορθόδοξες προσεγγίσεις όσο και οι ριζοσπαστικές θεωρίες περί χρηματιστικοποίησης). Αποτελεί συνέχεια της μεγάλης δομικής κρίσης του 1973-75 και το έδαφος της είναι πρώτα και κύρια η σφαίρα της παραγωγής (και όχι της κυκλοφορίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος).
Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που ακολούθησαν το ξέσπασμα της κρίσης του 1973-75 είχαν σαν αποτέλεσμα μία σχετικά αναιμική ανάκαμψη της κερδοφορίας και εν τέλει της συσσώρευσης που όμως δεν κατάφεραν να λύσουν το μακροπρόθεσμο πρόβλημα της εξεύρεσης μίας νέας λειτουργικής και βιώσιμης αρχιτεκτονικής του συστήματος. Αυτή η αναιμική ανάκαμψη πέρασε από μία σειρά κυκλικές διακυμάνσεις που σημαδεύθηκαν επίσης από αντίστοιχες περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές κρίσεις (πχ. κραχ του 1987, συναλλαγματικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990). Ιδιαίτερα σημαδεύθηκε από μία καθοδική φάση την περίοδο 2000-2003 που ακολουθήθηκε από μία ανάκαμψη το 2003-2007. Ήδη, όμως, μετά την ύφεση του 2000-3 τα σημεία κάμψης της αύξησης του ποσοστού υπεραξίας και συνεπώς της δυνατότητας αντιρρόπησης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους άρχισαν να γίνονται εμφανή. Από το 2005-6 ο ρυθμός μεγέθυνσης της αμερικάνικης οικονομίας άρχισε να λαχανιάζει ενώ από το 2004 εκδηλώθηκε κάμψη του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (που δείχνει επίσης κάμψη του ρυθμού της αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας).
Εμπρός στην κατάσταση αυτή το σύστημα, ήδη από το 2000, κατέφυγε στη φυγή προς τα μπροστά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα τροφοδότησε με ρευστότητα το σύστημα και άρα βοήθησε στη δημιουργία επενδύσεων και κατανάλωσης με στοιχήματα στο μέλλον τόσο από τους καπιταλιστές (πλασματικό κεφάλαιο, δηλ. στοίχημα σε μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία) όσο και από τα λαϊκά στρώματα (υπερδανεισμός). Αυτό δημιούργησε πράγματι μία επιπλέον διόγκωση του χρηματικού κεφαλαίου, δηλαδή τη λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση». Σημειωτέον ότι ένα τέτοιο φαινόμενο κατά τα προστάδια της κρίσης είναι μία συνηθισμένη και γνωστή διαδικασία (που έχει επισημανθεί ρητά από την θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους παλαιόθεν). Αυτή η χρηματοπιστωτικά υποβοηθούμενη επέκταση μετέθεσε στο μέλλον τα προβλήματα της πραγματικής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου οδήγησε, μέσω της μόχλευσης (τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) σε «φούσκες» και συνεπώς η υπερσυσσώρευση επιδεινώθηκε. Όλο αυτό το «τρελό τσίρκο» όμως άντεχε όσο μπορούσε να αυξάνει η εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό πήρε την μορφή παροχής ολοένα και περισσότερου απλήρωτου χρόνου με αντάλλαγμα την διατήρηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι αύξαναν τον χρόνο εργασίας τους (αυξάνοντας δυσανάλογα το απλήρωτο τμήμα του) για να μπορέσουν να διατηρήσουν την αγοραστική τους δύναμη. Από την στιγμή που αυτή η διαδικασία αύξησης της υπεραξίας άρχισε να λαχανιάζει (όπως ήταν αναμενόμενο γιατί για να μπορεί το ποσοστό υπεραξίας να αντιρροπεί την αύξηση της ΟΣΚ πρέπει να αυξάνει με ολοένα και επιταχυνόμενους ρυθμούς που καταντούν στο τέλος εξωπραγματικοί) τότε κατέρρευσαν τα «στοιχήματα». Οι προσδοκίες για αυξανόμενη μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία από επιχειρηματικά σχέδια κατέρρευσαν και ταυτόχρονα κατέρρευσε η ικανότητα των εργαζομένων να διατηρούν μέσω δανεισμού το επίπεδο διαβίωσης τους. Ήταν ο συνδυασμός αυτός που οδήγησε, που ξεκίνησε από την σφαίρα της παραγωγής, που έκανε ένα υπό άλλες συνθήκες ασήμαντο πρόβλημα στεγαστικής πίστης να λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα. Η κατάρρευση των «στοιχημάτων» ξεκίνησε από την αδυναμία του παραγωγικού κεφαλαίου να εξάγει υπεραξία με τους απαιτούμενα γοργούς ρυθμούς. Αυτό έθιξε άμεσα το πράγματι αφύσικα ψηλά μερίδιο υπεραξίας που αναδιανέμονταν προς το χρηματικό κεφάλαιο. Και αυτό οδήγησε στην χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών οργανισμών που με την σειρά τους επιδείνωσαν την κατάσταση των παραγωγικών επιχειρήσεων.
Συνεπώς, η κρίση ξεκίνησε από το παραγωγικό κεφάλαιο, εκφράσθηκε σαν κρίση στεγαστικής πίστης στις ΗΠΑ, μεταφέρθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επέστρεψε για να επιτείνει την κρίση του παραγωγικού κεφαλαίου. Η κρίση δεν πήρε την μορφή που έχει από την αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου αλλά ακριβώς αντίθετα επειδή το χρηματικό κεφάλαιο (και ιδιαίτερα οι πλασματικές δραστηριότητες του) είναι πάντα εν τέλει δέσμιο του παραγωγικού κεφαλαίου. Η δράση αυτή του χρηματικού κεφαλαίου διευκόλυνε κατ’ αρχήν το παραγωγικό κεφάλαιο καθώς ετεροχρόνισε την επαπειλούμενη κρίση. Όμως τελικά ο ετεροχρονισμός της κρίσης οδήγησε, όταν αυτή αναπόφευκτα ξέσπασε, στο να πάρει ακόμη χειρότερες διαστάσεις.


(συνεχίζεται)
Διαβάστε περισσότερα...