Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Για την επίλυση του Κυπριακού


Κατάθεση θέσης του ΑΚΕΛ
από τον Γενικό Γραμματέα της Κ.Ε. ΑΚΕΛ Α. Κυπριανού
στη Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου
(15 και 17 Φεβρουαρίου 2012)

Θεωρούμε ότι η διήμερη σύνοδος του Εθνικού Συμβουλίου που διεξάγουμε θα είναι πολύ καθοριστική για τη μελλοντική πορεία του Κυπριακού προβλήματος αλλά και για το μέλλον και την προοπτική της Κύπρου και του κυπριακού λαού. Από την ικανότητα μας να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των καιρών θα καθοριστεί ποια θα είναι η πορεία που θα ακολουθηθεί.
Γνωρίζουμε ότι τα πολιτικά κόμματα έχουμε διαφορετικές απόψεις μεταξύ μας. Με κάποια είναι προφανές ότι διαφωνούμε για τον ίδιο το στρατηγικό στόχο, ενώ με άλλα για το περιεχόμενο προτάσεων που έχουμε καταθέσει ως ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά και για την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η συζήτηση αυτή θα εξαλείψει τις διαφωνίες. Αυτό που θεωρούμε όμως σημαντικό είναι να καταφέρουμε ως αποτέλεσμα της συζήτησης, οι διαφωνίες να διατυπώνονται με τον πρέποντα αλληλοσεβασμό. Είναι σημαντικό να δημιουργήσουμε κλίμα που θα επιτρέψει ψύχραιμο και εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ μας. Θα επιτρέψει ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμό με στόχο να καταλήξουμε σε αποφάσεις που θα βασίζονται στο δίκαιο μας και στη λογική. Δυστυχώς αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι οι εκατέρωθεν αλληλοκατηγορίες σε έντονο ύφος και τόνο, ακόμα και τις στιγμές που δίνουμε κρίσιμες μάχες στην έδρα του ΟΗΕ.
Την ίδια στιγμή θα θέλαμε να επισημάνουμε και το εξής˙ για το ΑΚΕΛ και θέλω να πιστεύω για όλα τα υπόλοιπα κόμματα, εκείνο που προέχει είναι η επίτευξη λύσης. Λύσης που θα βασίζεται σε αρχές και θα είναι λειτουργική για να μπορεί να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια που θα προκύψουν στην πορεία εφαρμογής της. Λύση που θα εντάσσεται στα συμφωνηθέντα πλαίσια, τις διαχρονικές αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου και τις δεσμεύσεις που αναλάβαμε έναντι της διεθνούς και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Η επίτευξη λύσης είναι απαραίτητη για να εδραιωθεί μόνιμη και σταθερή ειρήνη που θα αποκλείει μελλοντικές συγκρούσεις. Μόνο με τη σωστή λύση θα καθησυχαστούν τα αισθήματα ανησυχίας του κυπριακού λαού στο σύνολο του και θα υπάρξει διαρκής σταθερότητα. Αν θέλουμε να υπάρξει ανάπτυξη που θα οδηγήσει στην πρόοδο και την ευημερία του συνόλου του λαού μας έχουμε υποχρέωση να εργαστούμε για τη δημιουργία αυτού του περιβάλλοντος.
Θέλω όμως από την αρχή να απαντήσω και σε ένα άλλο ερώτημα. Η υφιστάμενη κατάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει για εμάς επιλογή; Ως ΑΚΕΛ διαφωνούμε ριζικά μ΄αυτή την προσέγγιση. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ντε φάκτο διχοτόμηση. Θα σήμαινε παραχώρηση μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας στην Τουρκία γιατί δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι θα αφομοιώσει το κατεχόμενο τμήμα. Θα σήμαινε δημιουργία συνόρων, μήκους 180 χλμ, με την Τουρκία. Θα σήμαινε την παραχώρηση του δικαιώματος στην Τουρκία να φέρει όσο στρατό και όσους εποίκους θέλει. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν οδυνηρή για την Κύπρο και θα εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους για το μέλλον, αφού κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες θα ήταν οι μελλοντικές βλέψεις της Τουρκίας.
Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι θα συμφωνήσουμε για όλα αυτά με την Τουρκία. Το επισημαίνω γιατί διατυπώθηκε δημόσια η άποψη ότι ίσως να πρέπει να μας προβληματίσει το ενδεχόμενο της συμφωνημένης διχοτόμησης. Η θέση του ΑΚΕΛ είναι ξεκάθαρη. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για τους ελληνοκυπρίους και για τους τουρκοκυπρίους. Θα περιόριζε τις δυνατότητες μας για ανάπτυξη και εξέλιξη. Θα δυσκόλευε τις προσπάθειες μας για κατάκτηση της θέσης που μας αξίζει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και το σύγχρονο κόσμο.
Επιμένουμε, ως εκ τούτου, ότι οι όποιες απόψεις και προτάσεις κατατίθενται, θα πρέπει να μας φέρνουν πλησιέστερα στη λύση και όχι να μας απομακρύνουν απ΄αυτή. Το ζητούμενο δεν είναι να παγιώσουμε τα τετελεσμένα αλλά να τα διαρρήξουμε φέρνοντας την απελευθέρωση και την επανένωση.
Έχουμε επιλέξει σ΄αυτή τη σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου να καταθέσουμε μια όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη άποψη. Το πράττουμε γιατί θεωρούμε ότι η αποσπασματική συζήτηση είναι και λανθασμένη και άδικη. Θα επιχειρήσουμε σύντομη ιστορική ανασκόπηση για την πορεία του Κυπριακού, θα αναφερθούμε στους χειρισμούς και τις προτάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα σχολιάσουμε απόψεις που διατυπώνονται από κόμματα και θα καταθέσουμε τις προτάσεις μας για τα περαιτέρω βήματα.

Α. Ιστορική Ανασκόπηση
Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία. Είναι αποτέλεσμα ξένων επεμβάσεων, των ΗΠΑ και της Βρετανίας, που ήθελαν να διαμορφώσουν τέτοια δεδομένα στο νησί που θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν τις ιμπεριαλιστικές τους βλέψεις και συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Ως αποτέλεσμα της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής από την Τουρκία, οι διαφορές και η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο αυξήθηκε. Ταυτόχρονα προέκυψε και η ανάγκη για ρύθμιση πολλών ζητημάτων που προκύπτουν από τον οδυνηρό συμβιβασμό που αποδεχτήκαμε το 1977 για ομοσπονδιακή λύση. Είναι γι΄αυτό που ως ΑΚΕΛ θεωρούμε ότι υπάρχει η διεθνής και η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού.
Η εσωτερική πτυχή πρέπει να επιλυθεί μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Η επίτευξη συμφωνίας πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των δύο κοινοτήτων, με τη βοήθεια και όχι με την επιβολή από τον ΟΗΕ. Αυτό το ξεκαθαρίζει και ο Γ.Γ. του Οργανισμού στη δήλωση του μετά το Green Tree 2.
Η διεθνής πτυχή αφορά την τουρκική εισβολή, τη συνεχιζόμενη κατοχή και τα αρνητικά επακόλουθα της και θα πρέπει να συζητηθεί σε διεθνή διάσκεψη. Η θέση του ΑΚΕΛ είναι ξεκάθαρη. Αυτή θα πρέπει να συγκληθεί μόνο ως αποτέλεσμα της επίτευξης συμφωνίας για τις εσωτερικές πτυχές και μετά από συγκατάθεση των δύο κοινοτήτων. Σ΄αυτή θα παρευρεθούν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι εγγυήτριες δυνάμεις, η Κυπριακή Δημοκρατία και οι δύο κοινότητες.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, συνειδητοποιώντας τα δύσκολα δεδομένα που δημιουργήθηκαν μετά την τουρκική εισβολή και την κατοχή και τη στάση μερίδας της διεθνούς κοινότητας, προέβη το 1977 σ΄ένα οδυνηρό συμβιβασμό. Αποδέχτηκε ως πλαίσιο λύσης τη διπεριφερειακή, δικοινοτική ομοσπονδία. Ο όρος διπεριφερειακή χρησιμοποιείτο μέχρι το 1980 . Τότε, μετά από συνάντηση που είχε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ με τους Σπύρο Κυπριανού και Ραούφ Ντενκτάς, κατατέθηκε δημόσια δήλωση του εκπροσώπου του Γ.Γ. του ΟΗΕ με την οποία για πρώτη φορά υιοθετήθηκε η αναφορά διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Από τότε μέχρι σήμερα, η συγκεκριμένη αναφορά βρίσκεται σ΄όλα τα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ, αποφάσεις άλλων διεθνών οργανισμών και στη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006. Όλοι οι διαδοχικοί Προέδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποδέχτηκαν το συγκεκριμένο πλαίσιο λύσης και εργάστηκαν στη βάση του με στόχο την επίτευξη λύσης.
Προσπάθεια απαλλαγής από το συγκεκριμένο πλαίσιο θάχει, όπως είπα και προηγουμένως, καταστροφικές συνέπειες για την Κύπρο και το λαό μας. Δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο μια τέτοια προσπάθεια να οδηγήσει στην οριστική διχοτόμηση του νησιού.
Διαφωνούμε με όσους υποστηρίζουν ότι η διχοτόμηση δεν είναι μέσα στα σχέδια της Τουρκίας. Τους διαψεύδουν τα ίδια τα ιστορικά ντοκουμέντα. Το 1962, ο Ραούφ Ντενκτάς προφήτευε ότι η Τουρκία θα πετύχαινε κάποτε να διχοτομήσει την Κύπρο. Όταν ρωτήθηκε πώς, απάντησε: «Δεν θα βιαστούμε να διχοτομήσουμε το νησί. Θα περιμένουμε. Η ευκαιρία θα μας δοθεί στο πιάτο». Το 1964 ο Άτσεσον, εμπνευστής του περίφημου διχοτομικού σχεδίου δήλωνε «η καλύτερη λύση για το πρόβλημα της Κύπρου είναι η διχοτόμηση. Και σας λέγω πως αν είχα στη διάθεση μου τον έκτο στόλο θα μπορούσα να το λύσω ακόμα και αύριο». Η Τουρκία και τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, είχαν πάντοτε μία σταθερή επιδίωξη: τη διχοτόμηση της Κύπρου. Το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή το 1974, είναι έργο και των δύο αυτών πρωταγωνιστών της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Τα σχέδια τους θα αποτύγχαναν αν ολόκληρος ο κυπριακός λαός πάλευε ενωμένος για να προστατεύσει την Κυπριακή Δημοκρατία και την ανεξαρτησία και κυριαρχία της. Δυστυχώς κάποιοι που θεώρησαν ότι ήταν πιο πατριώτες από τους υπόλοιπους άνοιξαν την κερκόπορτα στον Αττίλα.

1. Το πλαίσιο διαπραγμάτευσης του Κυπριακού
Είναι σημαντικό να δούμε την ιστορική εξέλιξη του πλαισίου διαπραγμάτευσης του Κυπριακού, για να διαπιστώσουμε ποια ήταν η πορεία του και πότε υπήρξαν διολισθήσεις.
Οι προσπάθειες που ξεκίνησαν μετά την τουρκική εισβολή για λύση του Κυπριακού προβλήματος βασίστηκαν, όπως και πριν, σε συγκεκριμένο πλαίσιο διαπραγμάτευσης του Κυπριακού. Στη συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Μακαρίου - Ντενκτάς αναφερόταν η επιδίωξη μας για ανεξάρτητη, αδέσμευτη, δικοινοτική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Στη συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Κυπριανού - Ντενκτάς αναφερόταν ότι «η ανεξαρτησία, η κυριαρχία, η εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Δημοκρατίας πρέπει να τύχουν επαρκών εγγυήσεων εναντίον της ολικής ή μερικής ένωσης με οποιαδήποτε άλλη χώρα και εναντίον κάθε μορφής διχοτόμησης ή απόσχισης».
Στην αξιολόγηση Βαλντχάιμ, στα έγγραφα ΟΗΕ του 1985, αναφέρεται ότι «η ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Κύπρου θα έχει διεθνή προσωπικότητα και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα ασκεί κυριαρχία σε σχέση με ολόκληρη την επικράτεια…» και συνεχίζει παρακάτω «θα υπάρχει μία και μόνη ιθαγένεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας». Στις ιδέες Κουεγιάρ, αναφερόταν ότι η συνολική συμφωνία «θα διασφαλίζει την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα, ενότητα, δικοινοτικότητα, διζωνικότητα, ασφάλεια και το αδέσμευτο της Ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας…» και συνέχιζε «που θα έχει μία διεθνή προσωπικότητα, ενιαία κυριαρχία…μια ιθαγένεια».
Στο Ψήφισμα 750 του Συμβουλίου Ασφαλείας, το Συμβούλιο «επαναβεβαιώνει τη θέση ότι μια διευθέτηση στο Κυπριακό πρέπει να βασίζεται σε ένα κυπριακό κράτος με μία και μόνη κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια, με διασφάλιση της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας του και το οποίο να περιλαμβάνει δύο πολιτικά ίσες κοινότητες όπως καθορίζεται στην παράγραφο 11 της Έκθεσης του Γ.Γ. S/23780 σε μία δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία και ότι μια τέτοια διευθέτηση πρέπει να αποκλείει ένωση ολόκληρης ή μέρους της νήσου με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης».
Η ίδια αναφορά επαναλαμβάνεται ρητώς σε σωρεία επόμενων ψηφισμάτων, καθώς και στη δέσμη Ιδεών Γκάλι, η οποία στηριζόταν σε προηγούμενες προτάσεις και είχε προταθεί προς συζήτηση˙ όχι προς αποδοχή ή απόρριψη. Η θέση μας ως ΑΚΕΛ ότι η συνολική απόρριψη της Δέσμης Ιδεών Γκάλι θα μας οδηγούσε σε χειρότερα έγγραφα, δυστυχώς δικαιώθηκε από τα όσα ακολούθησαν.

2. Η εκτροπή από το συμφωνημένο πλαίσιο
Αναλύοντας αντικειμενικά τα δεδομένα, διαπιστώνεται ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε από τον Πρόεδρο Κληρίδη κατά τη δεκαετή διακυβέρνηση του, οδήγησε σε επικίνδυνες ατραπούς το Κυπριακό πρόβλημα.
Την περίοδο πριν από τις Προεδρικές του 1993 τα δεδομένα ήταν ευνοϊκά σε ότι αφορούσε τα δίκαια αιτήματα μας. Ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας και το Συμβούλιο Ασφαλείας έθεταν στην τουρκοκυπριακή πλευρά, με την Έκθεση του κ. Γκάλι το 1992, τον όρο να εγκαταλείψει τις διχοτομικές της θέσεις. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις που έθετε στην τουρκική πλευρά ο ΟΗΕ, ήταν η αποδοχή της μιας και μόνης κυριαρχίας, διεθνούς προσωπικότητας και ιθαγένειας, του δικαιώματος των προσφύγων για επιστροφή από τους οποίους μισοί και πλέον –σύμφωνα με το Χάρτη Γκάλι- θα επέστρεφαν υπο ελληνοκυπριακή διοίκηση, κ.α. (βλέπε παρ. 47-56 και 61 της Έκθεσης Γκάλι Νοεμβρίου 1992). Δυστυχώς, η στάση πολιτικών κομμάτων και ιδιαίτερα του ΔΗΣΥ που στήριζε τον Πρόεδρο Βασιλείου και μετά άλλαξε τη στάση του χάριν προεκλογικών σκοπιμοτήτων, έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση.
Μετά τις Προεδρικές του 1993 και την εκλογή του κ. Κληρίδη στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Γ.Γ. του ΟΗΕ είχε ζητήσει να συνεχιστεί η διαδικασία, αρχίζοντας ακριβώς από τα ζητήματα πάνω στα οποία έπρεπε να μετακινηθεί ριζικά η τουρκοκυπριακή πλευρά. Δυστυχώς, τα όσα ακολούθησαν και χαρακτηρίζονταν από συνεχείς παλινδρομήσεις της πλευράς μας, κάθε άλλο παρά δρομολόγησαν τέτοια εξέλιξη.
Ο κ. Κληρίδης που εκλέγηκε με τη δέσμευση για ενταφιασμό των Ιδεών Γκάλι, έθεσε ως προτεραιότητα την έναρξη συζήτησης των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Δεσμευθήκαμε μάλιστα, ως ελληνοκυπριακή πλευρά, να μη συζητούμε και να μη θέτουμε όρους επί της ουσίας του προβλήματος. Το ΑΚΕΛ με έγγραφο του προς το Εθνικό Συμβούλιο κάλεσε τον Πρόεδρο να επιμένει τουλάχιστον, σε πρόοδο επί της ουσίας προτού εφαρμοστούν τα ΜΟΕ. Τονίσαμε ότι σε αντίθετη περίπτωση αυτά θα συνιστούσαν όχι καταλύτη για λύση, αλλά τη λύση του Κυπριακού. Δυστυχώς δεν εισακουστήκαμε. Ενάμιση χρόνο αργότερα και αφού στο μεταξύ ο Ντενκτάς είχε αποδεχθεί τα ΜΟΕ και ο ΟΗΕ άρχισε να επιρρίπτει ευθύνες στη δική μας πλευρά, ο Πρόεδρος Κληρίδης δήλωνε ότι «δεν συζητούμε ΜΟΕ αν δεν υπάρχει βάση για λύση του Κυπριακού». Η βάση την οποία εννοούσε, καθορίστηκε με επιστολή του προς τον Γκάλι ημ. 7/9/94 αναφέροντας ότι «αν η τουρκική πλευρά αποδεχθεί την παρ. 2 του ψηφίσματος 939, θα είμαι έτοιμος να αρχίσω εντατικές διαπραγματεύσεις, στο πλαίσιο της αποστολής των καλών υπηρεσιών σας, πάνω σε όλα τα θέματα που συναποτελούν το Κυπριακό». Η συγκεκριμένη παράγραφος υπαγόρευε ότι μια λύση του Kυπριακού πρέπει να βασίζεται σε ένα κράτος της Kύπρου με μία μόνη κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και μία υπηκοότητα, με διασφαλισμένη την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητά του, και αποτελούμενο από δύο πολιτικά ίσες κοινότητες όπως περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Aσφαλείας, στα πλαίσια μιας δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας, και ότι μια τέτοια λύση πρέπει να αποκλείει την πλήρη ή μερική ένωση με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης».
Ακολούθησαν οι άτυπες συνομιλίες, όπου σύμφωνα με την Έκθεση του τότε παρατηρητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αμπού, ημ. 23 Γενάρη 1995, η ελληνοκυπριακή πλευρά όχι μόνο δεν επέμενε στην παράγραφο 2 του 939, αλλά μεταξύ άλλων «κάλεσε το συνομιλητή της να μελετήσει το ενδεχόμενο αμοιβαίας παραχώρησης η οποία από την πλευρά των ελληνοκυπρίων, θα αφορά το θέμα της κυριαρχικής εξουσίας καθενός από τα ομόσπονδα κράτη». Στην παράγραφο 2 του Ψηφίσματος 939 επανήλθαμε μετά από τη συνάντηση του Εθνικού Συμβουλίου με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, το Μάιο του 1995.
Εκεί όμως προστέθηκαν δημόσια και δίχως να συζητηθούν με το Εθνικό Συμβούλιο και άλλες προϋποθέσεις για να ξεκινήσει ο διάλογος (τι σημαίνει ο όρος πολιτική ισότητα, το θέμα της έκτασης των δύο περιοχών, το θέμα των μελλοντικών εγγυήσεων). Ουσιαστικά ζητούσαμε πρώτα λύση και έπειτα έναρξη του διαλόγου.
Ενώ εκεί εξαντλήσαμε όλη τη σκληρότητα μας, δύο μέρες μετά τη συνάντηση με τον έλληνα Πρωθυπουργό, ο Πρόεδρος Κληρίδης εξήγγειλε από το Λονδίνο άνευ όρων μυστικές συνομιλίες, ερήμην του Εθνικού Συμβουλίου. Μετακινηθήκαμε δηλαδή στην ακριβώς αντίθετη θέση. Στις μυστικές συνομιλίες τέθηκε από την πλευρά μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και πάλι το θέμα της κυριαρχίας. Έτσι η πλευρά μας βρέθηκε να συζητά θέμα εσωτερικής κυριαρχίας. Επήλθε αδιέξοδο, με τις ευθύνες να φορτώνονται στη δική μας πλευρά, στα μέσα του 1997. Το καλοκαίρι του 1997 ξανάρχισαν συνομιλίες που κατέληξαν σε αδιέξοδο στο Μοντρέ. Εν όψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών το Φλεβάρη του 1998 η τότε κυβέρνηση και ο ΔΗΣΥ επιδόθηκαν σε δημαγωγία με τη δογματολογία, την ηφαιστειολογία και την πυραυλολογία που έληξε με τον γνωστό άδοξο, ταπεινωτικό και πολυδάπανο τρόπο για την Κύπρο.
Μέχρι εκείνη τη χρονική περίοδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας ακολουθούσε με συνέπεια το πλαίσιο που το ίδιο είχε καθορίσει. Τον Αύγουστο του 1998 έγινε από το Ντενκτάς επίσημη εξαγγελία της θέσης της τουρκικής πλευράς για συνομοσπονδία. Αυτή δυστυχώς δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα αποφασιστικότητα από τη διεθνή κοινότητα λόγω της απομόνωσης στην οποία βρεθήκαμε μετά την πολιτική της ηφαιστειολογίας. Ο ίδιος ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, στην Έκθεσή του S/1999/707 ημ. 22 Ιουνίου 1999, ανέφερε σχετικά: «Στις δεκαετίες κατά τις οποίες έγινε προσπάθεια για διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος το κυπριακό πρόβλημα επικαλύφθηκε με νομικίστικες ερμηνείες και τεχνητές ετικέτες». Και συνεχίζει στην ίδια έκθεση « είμαι με την πεποίθηση ότι η διεθνής κοινότητα θα υποστηρίξει όποια λύση πάνω στην οποία θα συμφωνήσουν αμοιβαία οι δύο πλευρές».
Η ελληνοκυπριακή πλευρά βρέθηκε τότε ενώπιον ενός τετελεσμένου αλλά και μιας αρνητικής στροφής από τη διεθνή κοινότητα αναφορικά με το πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Επιτρεπόταν πλέον από τον ΟΗΕ στον Ντενκτάς να θέσει τις διχοτομικές του θέσεις στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα.
Το δεύτερο βήμα έγινε τον Ιούνιο του 1999, με τη γνωστή θέση της Ομάδας των Οκτώ ισχυρότερων βιομηχανικά χωρών παγκοσμίως "όλα στο τραπέζι".  Ως ΑΚΕΛ και πάλιν προειδοποιούσαμε ότι μεθοδικά, θα επιδιωχθεί να περάσει αυτή η θέση στα ψηφίσματα του ΟΗΕ για να αλλοιωθεί το πλαίσιο λύσης που είχε καθοριστεί από το 1977. Όπως και έγινε. Το «όλα στο τραπέζι» υιοθετήθηκε από το Ψήφισμα 1250 του Συμβουλίου Ασφαλείας το Δεκέμβριο του 1999 και αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών που ξεκίνησαν το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου μέχρι το Νοέμβριο του 2000.
Απ΄αυτό το σημείο ξεκίνησε η διολίσθηση από το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης. Για να χωρούν «όλα στο τραπέζι» το συμφωνημένο πλαίσιο ουσιαστικά παραγκωνίστηκε. Εγκαταλείφθηκε ο ορισμός της πολιτικής ισότητας όπως τον καθόρισε ο ΟΗΕ και ζητήθηκε από τον ίδιο τον Οργανισμό επαναπροσδιορισμός του. Εγκαταλείφθηκαν ορολογίες που χρησιμοποιούνταν για χρόνια ολόκληρα από το διεθνή οργανισμό και στη θέση τους παρεισέφρησαν νέες, αδόκιμες και αόριστες ορολογίες που επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες.
Οι συνομιλίες το 2000 κατέληξαν και πάλι σε αδιέξοδο, με την αποχώρηση του Ντενκτάς από αυτές. Από πλευράς της διεθνούς κοινότητας, ο Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών δεν ήταν διατεθειμένος να υποβάλει έκθεση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, όπου να καταλογίζει ευθύνη στον Ντενκτάς για τη διακοπή των συνομιλιών εξαιτίας της απόρριψης από μέρους του, της βάσης που καθορίζουν τα ψηφίσματα. Παρομοίως, ούτε και το Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν διατεθειμένο να εγκρίνει καταδικαστικό ψήφισμα εις βάρος της τουρκικής πλευράς. Αντιθέτως, ο Ντενκτάς κλήθηκε να μην θέτει τις διχοτομικές του θέσεις ως προϋπόθεση, αλλά να τις θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό δηλαδή που για χρόνια ήταν εκτός συζήτησης και απορριπτόταν από τη διεθνή κοινότητα, προτρεπόταν από τον ίδιο τον ΟΗΕ να τεθεί προς διαπραγμάτευση. Είναι επίσης χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η διαδικασία των συνομιλιών ξανάρχισε στα τέλη του 2002, μόνο μετά από σχετική επιστολή του Ντενκτάς.

3. Το Σχέδιο Ανάν
Τα πέντε Σχέδια Ανάν, που υποβλήθηκαν από τα τέλη του 2002 μέχρι τον Απρίλιο του 2004, ακολούθησαν την ίδια λογική, όπως και τα έγγραφα του 2000. Η «παρθενογένεση» και η «εποικοδομητική ασάφεια» αντικατέστησαν το πλαίσιο του ενός ομοσπονδιακού κράτους, με μια και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια.
Από μέρος του συνόλου των πολιτικών κομμάτων διατυπώθηκαν έντονες επιφυλάξεις για το περιεχόμενο του Σχεδίου. Η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ που συνήλθε για να αξιολογήσει το Σχέδιο εκτίμησε ότι το Σχέδιο Ανάν περιέχει αρκετά θετικά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να αξιοποιήσουμε. Παράλληλα το Σχέδιο Ανάν περιέχει στοιχεία που δέχονται σημαντικές ερμηνείες και τα οποία πρέπει να διευκρινιστούν, καθώς και σοβαρά αρνητικά στοιχεία τα οποία πρέπει να αλλάξουν. Για την ιστορία αναφέρω ότι τότε η Κ.Ε. του ΑΚΕΛ είχε ετοιμάσει 30σέλιδο σημείωμα με παρατηρήσεις επί του αρχικού σχεδίου.
Στο Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου με το οποίο διεκδίκησε τις προεδρικές εκλογές του 2003, στην παράγραφο 3, υπήρχε η εξής αναφορά: «θεωρούμε το σχέδιο Ανάν ως βάση για διαπραγμάτευση και δεσμευόμαστε η κυβέρνηση μας να διαπραγματευθεί με ειλικρίνεια και καλή θέληση με βάση το Σχέδιο Ανάν. Στόχος μας είναι να επιφέρουμε εκείνες τις αλλαγές που θα βελτιώσουν το σχέδιο Ανάν και θα το καταστήσουν αμοιβαία αποδεκτή, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού».
Πράγματι, μετά την εκλογή του ο μ. Τάσσος Παπαδόπουλος, με δεκάδες δηλώσεις, έγγραφα και επιστολές προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, επαναβεβαίωσε τη δέσμευση του.
Ως ΑΚΕΛ, εκτιμήσαμε ότι το Σχέδιο Ανάν αποτέλεσε το πιο περιεχτικό και λεπτομερές που εκπονήθηκε ποτέ. Το οποίο όμως δεν ήταν ούτε δίκαιο ούτε και ισορροπημένο.
Τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και η προβλεπόμενη διαδικασία της διαιτησίας του Γ.Γ. του ΟΗΕ δεν επέτρεψαν να γίνει ουσιαστική διαπραγμάτευση των δυο πλευρών επί του σχεδίου και να φτάσουμε σε συμφωνημένη λύση. Αντιθέτως, η επιδιαιτησία υπήρξε άδικη και ετεροβαρής υπέρ των τουρκικών θέσεων. Σ΄ότι αφορά την απόφαση του Φλεβάρη του 2004 για επιβολή χρονοδιαγραμμάτων και διαιτησίας τοποθετήθηκα στην προηγούμενη Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου, γι΄αυτό και δεν κρίνω σκόπιμο να επανέλθω. Αν χρειαστεί θα τοποθετηθώ αργότερα χρησιμοποιώντας πρακτικά της τότε εποχής.
Επειδή γίνεται πολλή δημόσια συζήτηση για το πώς συνεχίσαμε στην πορεία, για χάριν της ιστορίας θα καταγράψω τα εξής. Την επομένη των δημοψηφισμάτων, στις 25 Απριλίου το 2004 ο μ. Τάσσος Παπαδόπουλος δήλωσε «επιθυμώ να επαναρχίσω διαπραγματεύσεις σε ένα περιορισμένο αριθμό θεμάτων, το σχέδιο Ανάν δεν πρέπει να αφεθεί να χαθεί. Ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων προσπαθειών και δεν μπορεί απλά να αφεθεί να εξαφανιστεί. Δεν συζητώ ένα νέο πλαίσιο διαπραγματεύσεων που θα είναι εντελώς έξω από το Σχέδιο Ανάν ή θα αγνοεί την κύρια του φιλοσοφία ή έννοια». Με αυτή τη λογική συντάχθηκε και η κωδικοποίηση του Εθνικού Συμβουλίου, η ουσία της οποίας ήταν οι επιδιωκόμενες αλλαγές στο Σχέδιο Ανάν.
Με αφορμή τις δημόσιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που έγιναν αναφορικά με το περιεχόμενο των θέσεων που διαμορφώθηκαν τότε από το Εθνικό Συμβούλιο, κατά πόσον αυτές ίσχυαν ή όχι, κατά πόσον δέσμευαν ή όχι την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά και την άποψη που διατυπώνεται ότι μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση άλλαξε η προσέγγιση της πλευράς μας, αξίζει να υπενθυμίσουμε τη δήλωση του τότε Κυβερνητικού Εκπροσώπου τον Απρίλιο του 2007: «Για τη δική μας πλευρά, ισχύουν οι συγκεκριμένες προτάσεις που υποβάλαμε στα Ηνωμένα Έθνη για ουσιαστικές αλλαγές στο Σχέδιο Ανάν. Ως αποτέλεσμα αυτής της κωδικοποίησης, είχαμε τη συνάντηση στο Παρίσι και, στη συνέχεια, τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου». Εξάλλου και ο ίδιος ο μ. Τάσσος Παπαδόπουλος, μιλώντας στο 20ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ το Δεκέμβριο του 2005, ενάμισυ χρόνο μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξήγησε ότι «με βάση αυτή τη «σύνοψη», των ομόφωνων εισηγήσεων και των εισηγήσεων με γενικότερη ή καθολική υποστήριξη, οι αντιπρόσωποι μου που απέστειλα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, σε συνεχείς και εντατικές συναντήσεις που διάρκεσαν για μια, σχεδόν, βδομάδα, παρουσίασαν, εξήγησαν με λεπτομέρεια και καθαρότητα τις απαιτήσεις μας για αλλαγές που είτε ήσαν ομόφωνες είτε συγκέντρωναν τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των κομμάτων. Όλες οι προτάσεις και οι μόνες προτάσεις που υπέβαλαν οι αντιπρόσωποι μου, περιορίζονται αυστηρά στη «σύνοψη» που θεωρώ ότι εγκρίθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο και τη μεγάλη πλειοψηφία του».
Παρομοίως, τοποθετήθηκε σε τηλεοπτική εκπομπή στο ΡΙΚ, το Δεκέμβριο του 2007 λέγοντας «αυτά τα εννέα κεφάλαια με αντιπροσωπεία μου που πήγε στα Ηνωμένα Έθνη εξηγήθηκαν στον κ. Πρέντεργκαστ για τρεις μέρες. Αυτά είναι τα εννιά σημεία τα οποία και τώρα λέω, είναι ουσιώδη και πρέπει να συζητηθούν…Οι θέσεις μου είναι ξεκάθαρες, υπάρχει η σύνοψη με όλες τις επικεφαλίδες που θέλω να επαναδιαπραγματευθούμε για να πάμε σε λύση του κυπριακού. Οι αλλαγές ήταν μέσα στις παραμέτρους τις οποίες επαναλαμβάνουμε σήμερα, δηλαδή Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία».
Αυτά δεν τα λέω με καμιά διάθεση άσκησης κριτικής. Απλώς τα υπενθυμίζω για χάριν της ιστορικής αλήθειας. Υπενθυμίζοντας τα σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαπραγματεύεται στη βάση του Σχεδίου Ανάν. Αντιθέτως, έμπρακτα επιβεβαιώνεται ότι επιχειρεί να βελτιώσει ριζικά πολλές πτυχές του Κυπριακού. Τα αναφέρω απλώς για να καταδείξω ότι είναι άδικο κάποιοι να εξιδανικεύονται και ο Δ. Χριστόφιας να κρίνεται μηδενιστικά και ισοπεδωτικά.

Στασιμότητα
Τα γεγονότα μετά τα δημοψηφίσματα δημιούργησαν, αδίκως, αρνητικό κλίμα σε βάρος μας. Ο Αμερικανοβρετανικός παράγοντας, κύκλοι της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών καθώς και κύκλοι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κινήθηκαν με τιμωρητικές διαθέσεις έναντι της ελληνοκυπριακής πλευράς. Παράλληλα με το πρόσχημα της άρσης της δήθεν απομόνωσης των τουρκοκυπρίων εργάστηκαν για τη διεθνή αναβάθμιση του καθεστώτος των κατεχομένων. Η έκθεση του Γ.Γ. του ΟΗΕ του Μαΐου 2004, η οποία δεν υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας, υπήρξε άδικη για την ελληνοκυπριακή πλευρά και επιχείρησε να παρακάμψει τα ψηφίσματα 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οπωσδήποτε όμως η απάντηση σε αυτό, δεν μπορούσε να ήταν η εγκατάλειψη από μέρους μας, του συμφωνημένου πλαισίου διαπραγμάτευσης του Κυπριακού, όπως υπέβαλλαν διάφορες τοποθετήσεις κατά καιρούς.
Εξάλλου, είναι προφανές από την πιο πάνω ανάλυση, ότι κάθε φορά που επιχειρούσαμε είτε συνειδητά, είτε δήθεν για λόγους τακτικής να βάλουμε στην άκρη το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης του Κυπριακού, τα αποτελέσματα ήταν πάντοτε σε βάρος μας.
Η συμφωνία της 8ης Ιουλίου του 2006, ουσιαστικά παρέμεινε στα χαρτιά
μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2008. Είχαν πραγματοποιηθεί πέραν των πενήντα συναντήσεων μεταξύ των εκπροσώπων των ηγετών των δύο κοινοτήτων, χωρίς όμως να γίνει κατορθωτό να συσταθεί έστω και μία τεχνική επιτροπή ή ομάδα εργασίας. Ως αποτέλεσμα ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ανέφερε με νόημα σε έκθεσή του το Δεκέμβριο του 2007 για την ανανέωση της θητείας της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, ότι η συμφωνία της 8ης Ιουλίου αποσκοπούσε σε ξεπέρασμα των δυσκολιών έτσι που να αρχίσουν απευθείας συνομιλίες και όχι στη δημιουργία ενός επιπρόσθετου εμποδίου.
Για όσο διάστημα εξακολουθούσε να υπάρχει στασιμότητα στο Κυπριακό, η τουρκική πλευρά προωθούσε ανενόχλητη το διαχρονικό της στόχο: την αναβάθμιση του ψευδοκράτους. Εκείνη την περίοδο κυριάρχησαν στις κινήσεις της τουρκικής πλευράς η «στρατηγική συμμαχία» Τουρκίας-Βρετανίας. Αυτή προνοούσε προώθηση απευθείας εμπορικών, οικονομικών και πολιτικών επαφών με τους τουρκοκύπριους, βοήθεια στην προσπάθεια της «ΤΔΒΚ» για ένταξη στη διαδικασία της Μπολώνια και υποστήριξη των τουρκοκυπρίων για αντιπροσώπευση τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Υπενθυμίζονται επίσης, το ψήφισμα του Γερμανικού Κοινοβουλίου με αναφορές στους θεσμούς του ψευδοκράτους, τα τακτικά δρομολόγια Αμμοχώστου-Συρίας και η δήλωση του εκπροσώπου της Διεύθυνσης Διεύρυνσης της Ε.Ε. ότι, αυτά δεν είναι παράνομα καθώς και οι αναβαθμισμένες επισκέψεις και συναντήσεις εκπροσώπων του ψευδοκράτους στο εξωτερικό. Όλα αυτά αποτέλεσαν την απαρχή αρνητικών, για μας, συμπεριφορών στο διεθνή χώρο.
Αυτά, ασφαλώς δεν συνιστούσαν επίσημη αναγνώριση. Συνιστούσαν όμως αναβάθμιση του κατοχικού μορφώματος από παράνομο σε μη αναγνωρισμένο κράτος. Μας έφερναν προ της παραβίασης των ψηφισμάτων 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας, αφού το μεν πρώτο χαρακτηρίζει ως νομικά άκυρη την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, το δε δεύτερο καλεί όλα τα κράτη να μη διευκολύνουν ή βοηθούν με οποιονδήποτε τρόπο την αποσχιστική οντότητα. Δυστυχώς, ήταν προφανές ότι μερίδα της διεθνούς κοινότητας μεθόδευε ακριβώς την παραβίαση τους. Άλλο τόσο προφανές είναι ότι διαφωνούμε μεταξύ μας για το πώς θα καταστούν ανέφικτοι οι στόχοι τους.

Β. Οι χειρισμοί του Προέδρου Χριστόφια στο Κυπριακό
Ο Πρόεδρος Χριστόφιας, αμέσως μετά την εκλογή του, άρχισε συστηματική προσπάθεια για αλλαγή των σε βάρος μας δεδομένων, όπως είχαν, μέχρι τότε, διαμορφωθεί. Δίχως αυταπάτες, έχοντας υπόψη και τονίζοντας προεκλογικά, ότι δεν θα ήταν εύκολο να ανατραπεί η τουρκική αδιαλλαξία, δεσμεύθηκε να προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις να την κάμψει ώστε να τεθεί σε τροχιά λύσης το Κυπριακό πρόβλημα.
Όταν κρίνουμε τους χειρισμούς του και τα αποτελέσματα τους η διαλεκτική επιβάλλει να λαμβάνουμε υπόψιν την κατάσταση πραγμάτων όταν αναλάμβανε την Προεδρία.
Το πλαίσιο λύσης στη βάση του οποίου ο Πρόεδρος εργάστηκε και εργάζεται το περιέγραψε ξεκάθαρα. Εντοπίζεται στις πιο κάτω αρχές:
• Λύση δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική που να τερματίζει την κατοχή και τον εποικισμό, που να αποκαθιστά την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αποκλείει τα όποια δικαιώματα στρατιωτικής επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας από ξένες δυνάμεις.
• Λύση που να επανενώνει το έδαφος, το λαό, τους θεσμούς και την οικονομία της χώρας στο πλαίσιο διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως προνοείται στις συμφωνίες υψηλού επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς του 1979.
• Η ομοσπονδιακή, διζωνική, δικοινοτική Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει μία και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια.
• Λύση που να στηρίζεται στα περί Κύπρου ψηφίσματα του ΟΗΕ και να συνάδει με το διεθνές και το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και με τις διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
• Λύση που να αποκαθιστά και να κατοχυρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες ολόκληρου του λαού, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμένιων και Λατίνων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος επιστροφής και περιουσίας των προσφύγων.
• Λύση που να προνοεί την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων και την αποστρατιωτικοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τελικός στόχος παραμένει η αποστρατιωτικοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
• Πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, στο πλαίσιο της ομοσπονδίας, όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας

Αφετηριακό σημείο για τη διάρρηξη του αδιεξόδου και για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για συνολική διαπραγμάτευση στο Κυπριακό, αποτέλεσε η προσπάθεια υλοποίησης της Συμφωνίας της 8ης του Ιούλη. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας μόλις τρεις εβδομάδες μετά την ανάληψη της Προεδρίας, είχε συνάντηση με τον τότε τουρκοκύπριο ηγέτη, Μ. Α. Ταλάτ, όπου συμφωνήθηκε η σύσταση Ομάδων Εργασίας και Τεχνικών Επιτροπών, ώστε να εφαρμοστεί στην πράξη η Συμφωνία της 8ης Ιουλίου. Την ίδια περίοδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε σχετική προεδρική δήλωση με την οποία καλωσόρισε τις θετικές εξελίξεις στο Κυπριακό και επαναβεβαίωσε ξεκάθαρα τις παραμέτρους λύσης του Κυπριακού.
Ως αποτέλεσμα της εκστρατείας την οποία εξαπέλυσε ο Πρόεδρος Χριστόφιας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για λύση διεθνώς. Οι επικεφαλής των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ξεχωριστών κρατών εξέφρασαν ξεκάθαρα τη στήριξη τους στις δίκαιες θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Όπως η δήλωση του κ. Μπαρόσο κατά την επίσκεψη του στην Τουρκία, όπου έκανε δηλώσεις ότι «είναι η σειρά της Τουρκίας να αποδείξει ότι θέλει λύση». Όπως οι δηλώσεις του κ. Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος υποστήριξε την επίτευξη λύσης «χωρίς έξωθεν πιέσεις, για ένα ενωμένο κράτος με μια κυριαρχία και μια διεθνή προσωπικότητα». Τη βούληση και την αποφασιστικότητα του Προέδρου Χριστόφια για λύση του Κυπριακού σε αντιδιαστολή με την τουρκική αδιαλλαξία διαπίστωσε και η κα. Μέρκελ η οποία απευθυνόμενη στον Πρόεδρο Χριστόφια είπε «βλέπουμε πως εσείς κάνετε πολλά βήματα και βλέπουμε επίσης πως η τουρκική πλευρά δεν ανταποκρίνεται δεόντως στα δικά σας βήματα, τα οποία δείχνουν ότι εσείς είσαστε έτοιμος να κάνετε ένα συμβιβασμό».
Στις συναντήσεις που ακολούθησαν, τα κοινά ανακοινωθέντα των ηγετών των δύο κοινοτήτων ξεκαθάρισαν, κατά την άποψη μας, το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης: Διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, με διασφαλισμένη τη μία και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια. Ήταν η πρώτη φορά που η τουρκοκυπριακή πλευρά αποδέχθηκε τη μία και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια καθώς και το περιεχόμενο που δίνει ο ΟΗΕ στην πολιτική ισότητα. Αν αναλογιστεί κανείς από ποιο σημείο είχαμε ξεκινήσει, συνιστούσε ουσιαστικό βήμα μπροστά.
Δυστυχώς, δεν έτυχε αυτής της αντιμετώπισης από αρκετούς στο εσωτερικό μέτωπο. Ποτέ δεν ισχυριστήκαμε ότι αυτή η αναφορά έλυε όλα τα προβλήματα. Αν ήταν έτσι δεν θα υπήρχε η ανάγκη για συνομιλίες. Φάνηκε από τότε, ότι υπήρχαν πολλοί που δεν ήταν διατεθειμένοι να πιστώσουν στον Πρόεδρο Χριστόφια ειλικρινή διάθεση για λύση στη βάση αρχών. Ακόμα χειρότερα, φάνηκε από τότε ότι αρκετοί δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν όχι τον Πρόεδρο, αλλά την ίδια την προσπάθεια για λύση, στη βάση του πλαισίου που είχε συμφωνηθεί από το 1977.
Τα ανακοινωθέντα, μαζί με τις συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν στις ομάδες εργασίας, αποτέλεσαν τη βάση για να αρχίσουν οι απευθείας συνομιλίες. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι ουδέποτε είπαμε ότι οι συγκλίσεις σε όλες τις ομάδες εργασίας ήταν οι αναμενόμενες. Η απόφαση για την έναρξη των συνομιλιών δεν πάρθηκε αβίαστα από τον Πρόεδρο Χριστόφια. Έπρεπε να επιλέξουμε: είτε θα περνούσε ο χρόνος δίχως να συνομιλούμε, περιμένοντας ένα αόρατο χέρι να κάμψει ή/και να αναδείξει την τουρκική αδιαλλαξία, είτε θα πηγαίναμε με αποφασιστικότητα και βούληση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θέτοντας τις δίκαιες θέσεις μας και προκαλώντας την τουρκική πλευρά να υποβάλει τις δικές της. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας προχώρησε στην έναρξη των διαπραγματεύσεων αφού διαβουλεύθηκε με τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου και κατόπιν της στήριξης της πλειοψηφίας των μελών του.
Από τη δουλειά που έγινε στις Ομάδες Εργασίας και στις Τεχνικές Επιτροπές και από όσες συναντήσεις έγιναν μέχρι σήμερα, δυστυχώς δεν υπήρξε επαρκής πρόοδος που να μας επιτρέπει να πούμε ότι είμαστε σε ακτίνα συμφωνίας. Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, σε ορισμένα κεφάλαια επιτεύχθησαν συγκλίσεις διόλου ευκαταφρόνητες, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι παραμένουν καταγεγραμμένες πολλές και σημαντικές διαφορές. Κυρίως ένεκα του γεγονότος ότι η τουρκική πλευρά παραμένει αμετακίνητη, ενώ ο κ. Έρογλου υπαναχωρεί και από όσα έγιναν αποδεκτά από τον κ. Ταλάτ. Σ΄αυτό το σημείο επισημαίνω την ασυνέπεια του κ. Έρογλου, ο οποίος επανειλημμένα δεσμεύτηκε στο Γ.Γ. του ΟΗΕ ότι θα συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις από το σημείο που αποχώρησε ο κ. Ταλάτ.
Παρόλες τις βελτιώσεις όλο αυτό το διάστημα (προεδρικό πολίτευμα αντί του Προεδρικού Συμβουλίου, απαλλαγή από τους ξένους δικαστές σε θέματα εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, αποτελεσματικοί μηχανισμοί επίλυσης αδιεξόδων, ιεραρχία νομικών κανόνων, ενίσχυση ομοσπονδιακών αρμοδιοτήτων σε σημαντικά θέματα όπως τα ζητήματα Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, αναπτυξιακής πολιτικής, κ.α.) και παρά το γεγονός ότι κατά την άποψη μας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έκανε καμία παραχώρηση από τις θέσεις αρχών, κατηγορείται άδικα για δήθεν παραχωρήσεις. Αφετηρία για την άσκηση κριτικής αποτελεί η διαστρέβλωση διαφόρων θέσεων και η επιλεκτική μνήμη πολιτικών κομμάτων. Επίσης είναι για εμάς προφανές ότι κάποιοι έχουν στο μυαλό τους μια ιδανική λύση, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στο πλαίσιο που έχουμε διαχρονικά συμφωνήσει με τη διεθνή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

1. Η εκ περιτροπής Προεδρία και οι έποικοι
Αρχή θα κάνω με τα θέματα της εκ περιτροπής Προεδρίας και των εποίκων. Παρόλο που εξηγήθηκαν και αναλύθηκαν πάμπολλες φορές, θεωρούμε σκόπιμο να επανέλθουμε σε ορισμένα σημεία.
Συνιστά η εκ περιτροπής Προεδρία παραχώρηση του Δ. Χριστόφια; Στις 10 Νοεμβρίου 2008, είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Εθνικού Συμβουλίου η τοποθέτηση του αείμνηστου Τ. Παπαδόπουλου: «υπάρχει έγγραφο δικό μας γι’ αυτό το θέμα, από το 1972, χρησιμοποιώντας μάλιστα ανάλογο σχέδιο, το οποίο είχε πει ο κ. Μαντέλα όταν διεξήγε τις δικές του διαπραγματεύσεις για τη Ν. Αφρική. Εγώ διάβασα αυτό το έγγραφο, μάλιστα μου ανατέθη να κάνω και ειδική μελέτη πάνω σε αυτό το ζήτημα…». Παρακάτω και θέτοντας ως προϋπόθεση το κοινό ψηφοδέλτιο, είπε απευθυνόμενος στον Πρόεδρο «Μάλιστα, αν μου επιτρέπετε να το πω, χωρίς να προσπαθώ να πατρονάρω, είναι βελτίωση η δική σας πρόταση ότι τούτο θα ισχύει μόνο για τη δεύτερη Κυριακή. Είναι καλύτερο από αυτό που είχε προταθεί προηγουμένως».
Η εκ περιτροπής προεδρία συζητήθηκε και στις άτυπες συνομιλίες Κληρίδη-Ντενκτάς. Περιλήφθηκε εξάλλου και στην Έκθεση του Ευρωπαίου Παρατηρητή Σερζ Αμπού, περιλήφθηκε και στις πέντε παραλλαγές του σχεδίου Ανάν. Σε καμία περίπτωση και κανένας τότε δεν ζήτησε απάλειψη της. Ούτε ακόμα στο έγγραφο στο οποίο αναφέρονται οι θέσεις του μ. Τάσσου Παπαδόπουλου, αμέσως πριν το τελικό σχέδιο Ανάν, ημ. 30/3/2004 με τίτλο «Αρχική αντίδραση της ελληνοκυπριακής πλευράς», δεν είχε ζητηθεί απάλειψη της εκ περιτροπής Προεδρίας. Όπως ο ίδιος ανέφερε σε τηλεοπτική εκπομπή το Δεκέμβριο του 2007, εκείνο το έγγραφο «περιείχε τις βασικές μας διαφωνίες πάνω στο Σχέδιο…το περίγραμμα των θεμάτων που ήθελα να διαπραγματευτώ». Εξάλλου, το ότι δεν υπήρχε πρόθεση να εγκαταλειφθεί η εκ περιτροπής Προεδρία τεκμηριώνεται και από τα πρακτικά της κωδικοποίησης με τις επιδιωκόμενες αλλαγές επί του σχεδίου Ανάν όπως αυτή καταγράφηκε στις συναντήσεις εκπροσώπων του τέως Προέδρου με τον τέως Βοηθό Γ. Γ. του ΟΗΕ κ. Πρέντεργκαστ, που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα του ΟΗΕ τον Μάιο του 2005.
Προς τιμήν του, αυτό το αναγνώρισε και ο κ. Αναστασιάδης, ο οποίος δήλωσε δημόσια το 2009 πως «θέλω να είμαι έντιμος, όταν υπάρχουν επιστολές προκατόχων και θέσεις, αυτές παραμένουν στο τραπέζι». Δυστυχώς, σε αυτή του τη θέση δεν τον ακολούθησαν άλλα στελέχη του ΔΗΣΥ, αρχής γενομένης από τον κ. Αβέρωφ Νεοφύτου.
Τον Ιούλιο του 2008, ο Πρόεδρος Χριστόφιας ενημέρωσε όλα τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου για τη συγκεκριμένη πρόταση και επανήλθε το Νιόβρη του 2008. Σε αυτήν αντέδρασε εξαρχής μόνο το Κίνημα των Οικολόγων και ο αείμνηστος Τ. Παπαδόπουλος. Οι μεν Οικολόγοι είπαν ότι σε γενικές γραμμές συμφωνούσαν με την πρόταση για τη διακυβέρνηση αλλά διαφωνούσαν με την εκ περιτροπής Προεδρία. Ο δε Τ. Παπαδόπουλος είχε πει, ανάμεσα σ΄ άλλα αυτά που αναφέρω πιο πάνω. Οι υπόλοιπες δυνάμεις αντέδρασαν πολύ αργότερα και μετά που ο Πρόεδρος είχε καταθέσει τις προτάσεις του στις συνομιλίες. Το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ και το ΕΥΡΩΚΟ τις χαρακτήρισαν ως «κόκκινη γραμμή» τον Μάρτη του 2009 και ο ΔΗΣΥ τους ακολούθησε τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους. Μια απλή αναδρομή στα πρακτικά του Εθνικού Συμβουλίου θα επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
Προβάλλεται το επιχείρημα για να δικαιολογηθεί η μετακίνηση κάποιων ότι η αρχική πρόνοια αφορούσε προεδρικό συμβούλιο με σαφώς λιγότερες εξουσίες για τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική και παρόλο που έχει επεξηγηθεί πολλές φορές κάποιοι επιμένουν, για κατανοητούς λόγους σ΄αυτή τη θέση.
Γιατί όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρότεινε τη διασταυρούμενη ψήφο και τι στόχευε μ΄αυτή του την πρόταση; Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό που εκμεταλλεύθηκαν ξένοι και ντόπιοι για να προκαλέσουν τη σύγχρονη τραγωδία στον τόπο μας είναι το γεγονός ότι στο νησί ζούσαν δύο κοινότητες με διαφορετική εθνική καταγωγή. Αυτή η διαφορά, αν δεν αντιμετωπιστεί στη ρίζα της θα μπορούσε να επανέρχεται συνεχώς προκαλώντας τριβές και συγκρούσεις. Με τέτοιες συνθήκες δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει μόνιμη και σταθερή ειρήνη, ούτε ασφάλεια για το σύνολο του κυπριακού λαού.
Πώς θα μπορούσε να ξεριζωθεί αυτό το σαράκι που θα συνεχίσει να κατατρώει τα σωθικά της πατρίδας μας;
Γκρεμίζοντας τα διαχωριστικά τείχη στη βάση της εθνοτικής καταγωγής. Υποχρεώνοντας τα κόμματα να συνεργαστούν μεταξύ τους, στη βάση των πολιτικών τους θέσεων για να εκλέξουν τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο με τους οποίους συμφωνούν. Μ΄αυτό τον τρόπο η Κυπριακή Δημοκρατία θα μετατρεπόταν σε σύγχρονο κράτος όπως όλα τα άλλα. Σε κράτος όπου οι όποιες αντιπαραθέσεις θα γίνονταν με βάση πολιτικές θέσεις και όχι την εθνοτική καταγωγή των κατοίκων της. Αυτή την έννοια έχει η διασταυρούμενη ψήφος.
Κατηγορείται ο Πρόεδρος Χριστόφιας ότι αποδέχθηκε τη στάθμιση της ψήφου των ελληνοκυπρίων. Η κριτική που του ασκείται, παραγνωρίζει την ουσία, που είναι η απαλλαγή μας από το πολίτευμα του Συμβουλίου με τις γνωστές του αδυναμίες (διακοσμητικός Πρόεδρος, πιθανότητα αδυναμίας ακόμη και σχηματισμού κυβέρνησης, απόλυτη εξίσωση στη στάθμιση). Ο λόγος της στάθμισης, είναι εμφανής: Αν αποκλειστεί εντελώς η στάθμιση αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνοκύπριοι θα μπορούσαμε να καθορίσουμε από μόνοι μας, χωρίς ούτε μία τουρκοκυπριακή ψήφο, ποιος Τουρκοκύπριος θα εκλεγεί. Θα πηγαίναμε έτσι πίσω και από το Σύνταγμα του 1960, όπου η εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου ήταν χωριστή, ενώ ο τελευταίος είχε δικαίωμα βέτο σε ζωτικά ζητήματα, σε αποφάσεις τόσο της Κυβέρνησης όσο και της Βουλής. Θα παραβιαζόταν και ο δικοινοτισμός, που επίσης υπάρχει από το 1960 και σημαίνει αποτελεσματική συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων στα όργανα και τις αποφάσεις.
Υπάρχει όμως ακόμα μία ερώτηση η οποία θα πρέπει να απαντηθεί. Όντως αυτή η πρόταση συνιστά υποχώρηση; «Πανηγυρίζει» η τουρκική πλευρά για όσα της «έδωσε» ο Πρόεδρος Χριστόφιας; Ο κ. Οζγκιουργκιούν διαμαρτύρεται ότι αυτή η πρόταση «μας φέρνει πίσω και από το Σχέδιο Ανάν», λέγοντας πως «μόνο εμείς δίνουμε. Μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, μόνο εμείς κάνουμε παραχωρήσεις». Ο Σερντάρ Ντενκτάς, δήλωνε ότι «δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεχτή η πρόταση περί διασταυρούμενης ψήφου ή κοινού ψηφοδελτίου, αφού είναι προτάσεις που ενισχύουν το ένα κράτος και τη μία ιθαγένεια». Ο δε κ. Έρογλου, υπενθύμισε ότι «το 1960 οι πλευρές εξέλεγαν τους δικούς τους ηγέτες χωριστά» και ότι «με την πρόταση υποβιβάζεται η πολιτική συνεργασία σε επίπεδο κοινοτήτων αντί σε επίπεδο εκλεγμένων και αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να γίνει αιτία διάβρωσης της ταυτότητας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία είναι αριθμητικά και οικονομικά πιο αδύνατη».
Υπενθυμίζω ότι η αντίδραση του κ. Έρογλου ήταν έντονη όταν ο κ. Ταλάτ είχε αποδεχτεί τη φιλοσοφία της πρότασης. Είχε μάλιστα αποστείλει και σχετική επιστολή στην τουρκική κυβέρνηση, απ΄όπου και η πιο πάνω αναφορά, ζητώντας την παρέμβαση της για να «διασωθεί» η τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Λέγοντας όλα αυτά ξεκαθαρίζουμε ότι αν η τουρκική πλευρά επιμένει να αποδέχεται επιλεκτικά και αποσπασματικά μόνο την εκ περιτροπής προεδρία τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να επιμείνει σε σταθερό Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο που θα εκλέγονται χωριστά από τις δύο κοινότητες.
Όσο για το θέμα της παραμονής 50,000 εποίκων, υπενθυμίζουμε ότι ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος κάτω από το βάρος της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τους μικτούς γάμους και τη γέννηση παιδιών εποίκων είχε δεχθεί παραμονή πέραν των πενήντα χιλιάδων εποίκων. Αυτό αναφέρεται ρητώς στο έγγραφο ημ.30 Μαρτίου 2004 με τις τελικές θέσεις της πλευράς μας αμέσως πριν την υποβολή του τελικού σχεδίου Ανάν. Ας πούμε ότι εμείς θέλουμε να εγκαταλείψουμε και αυτή τη θέση. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να μας προβληματίσει το εξής: είναι εφικτό να λέμε ότι εκείνοι που παντρεύτηκαν τουρκοκύπριους πρέπει να φύγουν; Θα βρούμε κατανόηση διεθνώς σε ένα τέτοιο αίτημα όταν η ίδια η νομοθεσία της Κυπριακή Δημοκρατίας θεωρεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δικαιούνται να ζητήσουν ιθαγένεια; Είναι εφικτό να διώξουμε παιδιά μικτών γάμων; Είναι εύκολο να διώξουμε κόσμο που γεννήθηκε και ενηλικιώθηκε στην Κύπρο ως έποικος; Αυτά είναι εύκολο να τα λέμε στο εσωτερικό αλλά το ερώτημα είναι, διεθνώς θα βρούμε κατανόηση;
Ο Πρόεδρος Χριστόφιας στο σχετικό έγγραφο που κατέθεσε στις διαπραγματεύσεις υπογράμμισε από την πρώτη παράγραφο ότι ο εποικισμός αποτελεί έγκλημα πολέμου. Από εκεί και πέρα, δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις. Όπως υπογράμμισε και ο κ. Λυσσαρίδης τον Ιούλιο του 2008 μέσα σε αυτή την αίθουσα και είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά, «ξέρουμε όλοι πως θα μείνουν. Δεν είμαι αφελής να πιστεύω ότι θα τσουβαλιάζουμε 180-200 χιλιάδες εποίκων και θα φύγουν. Μακάρι να τα καταφέρουμε να φύγει ένας αριθμός, άλλο τούτο, άλλο όμως η νομιμοποίηση του εγκλήματος». Ανάλογη τοποθέτηση έκανε και ο κ. Ομήρου στο ΡΙΚ. Ανάλογες τοποθετήσεις έκαναν και άλλοι Πρόεδροι σ΄αυτή την αίθουσα. Αυτό ακριβώς, κατά την άποψη μας, λέει και ο Πρόεδρος Χριστόφιας. Γι΄αυτό και αποδέχθηκε τη θέση προκατόχων του για παραμονή 50,000 εποίκων στο νησί μετά τη λύση, χωρίς την ίδια στιγμή να παύει να καταγγέλλει και στο τραπέζι των συνομιλιών και εντός και εκτός Κύπρου, το συνεχιζόμενο έγκλημα του εποικισμού σε βάρος της Κύπρου και του συνόλου του λαού της, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων και χωρίς να αποδέχεται προτάσεις της τουρκικής πλευράς που αποσκοπούν στη διατήρηση των υφιστάμενων δημογραφικών δεδομένων.
Κατηγορούν ορισμένοι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι βιάστηκε να παραχωρήσει αυτό το «χαρτί» δίχως προηγουμένως να το διαπραγματευτεί. Ξεχνούν ότι αυτό είχε παραχωρηθεί από την πλευρά μας, γραπτώς μάλιστα, προηγουμένως. Σ΄αυτό το σημείο θέλω να επισημάνω και το εξής. Αρκετοί θεωρούν ότι ο Δ. Χριστόφιας θα πρέπει να αποσύρει προτάσεις της πλευράς μας με τις οποίες «ανακάλυψαν» σήμερα ότι διαφωνούν. Λέω ανακάλυψαν σήμερα γιατί όταν ήταν άλλος Πρόεδρος δεν αντιδρούσαν και σίγουρα όχι με την ίδια ένταση που αντιδρούν σήμερα.
Θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: Πραγματικά πιστεύουν ορισμένοι ότι θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε την ιδανική λύση και να την πετύχουμε, μέσα στα δεδομένα που είναι διαμορφωμένα παγκοσμίως; Αν ναι, θα ήταν χρήσιμο να μας εξηγήσουν πώς θα ήταν δυνατό η αδιάλλαχτη τουρκική πλευρά να πειστεί για αποδοχή σαφώς αρνητικότερων θέσεων για την ίδια, τη στιγμή που σήμερα απορρίπτει πολύ πιο συμβιβαστικές θέσεις. Θάταν χρήσιμο να μας πούνε ποιοι από τη διεθνή κοινότητα θα υποχρεώσουν την Τουρκία να αποδεχτεί τις απαιτήσεις μας για ιδανική λύση.
Αν ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι εφικτό, τότε θάταν χρήσιμο να μας πούνε ποια θα είναι η πιθανή κατάληξη. Μήπως η παγίωση των τετελεσμένων και η οριστικοποίηση της διχοτόμησης;

2. Τέσσερις Ελευθερίες
Τέθηκε πρόσφατα και το ζήτημα των τεσσάρων ελευθεριών και της πολιτογράφησης τούρκων υπηκόων. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι το καθετί πρέπει να το συγκρίνουμε όχι με το ιδανικό αλλά με το εφικτό και το τι είχαμε. Περιορισμοί στην Πολιτογράφηση τούρκων υπηκόων στη Συμφωνία Χριστόφια-Ταλάτ υπάρχουν και είναι πολύ πιο ισχυροί από ότι στο Σχέδιο Ανάν. Στο Σχέδιο Ανάν, υπήρχε περιορισμός της τάξης του 5% για έλληνες και τούρκους. Οι περιορισμοί στην εγκατάσταση θα διαρκούσαν μόνο μέχρι την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μόνο 19 χρόνια μετά τη λύση και η απόκτηση της ιθαγένειας θα μπορούσε να διεκδικηθεί και λόγω μόνιμης κατοικίας. Οποιοσδήποτε περιορισμός θα έπρεπε να είναι συμβατός με το κοινοτικό κεκτημένο. Στον αντίποδα, αυτό που πρότεινε ο Πρόεδρος Χριστόφιας, περιέχει σαφή αναφορά για να υπάρχει η αναλογία που προβλέπεται στις συμφωνίες του 1960, δηλαδή 4:1, και ότι αυτή δεν θα αλλοιωθεί είτε λόγω πολιτογραφήσεων είτε λόγω μόνιμης κατοικίας. Για κάθε πέντε πολιτογραφήσεις οι τέσσερις θα ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Τέθηκε επιπλέον η θέση ότι οι περιορισμοί θα είναι μόνιμοι. Συνεπώς, είναι τουλάχιστον ατυχές αυτοί που στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις το σχέδιο Ανάν να είναι αυτοί που σήμερα θεωρούν ότι αυτές οι προτάσεις θα τουρκοποιήσουν την Κύπρο και αντιδρούν έντονα.

3. «Αποκεντρωμένη» Ομοσπονδία
Πρόσφατα ο κ. Αναστασιάδης έθεσε και ζήτημα «υπερσυγκεντρωτισμού εξουσιών» της κεντρικής Κυβέρνησης. Στήριξε την άποψη για «αποκεντρωμένη ομοσπονδία» εξηγώντας τι εννοεί. Το πρώτο που θέλω να πω είναι ότι αυτό το θέμα δεν αποτελεί πρόβλημα στη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Αντιθέτως ο Δ. Χριστόφιας κατάφερε να πείσει τον κ. Ταλάτ στις συνομιλίες που είχαν να αποδεχτεί πολύ περισσότερες αρμοδιότητες για την κεντρική κυβέρνηση από τις 11 που είχαν συμφωνηθεί με το μ. Τ. Παπαδόπουλο. Για ποιο λόγο λοιπόν ανοίγει εκ νέου αυτό το κεφάλαιο;
Υπενθυμίζω ότι εκείνος που διαμαρτυρήθηκε για το θέμα ήταν ο κ. Ταλάτ, που το Δεκέμβριο του 2009 δήλωσε «επιθυμούμε μια κεντρική κυβέρνηση με μειωμένες εξουσίες». Σημειωτέον ότι τη θέση αυτή είχαν υιοθετήσει παλαιότερα και εκπρόσωποι του ΟΗΕ.

4. Ποια λύση επιδιώκουμε και πώς θα φτάσουμε σε αυτήν
Από την ημέρα έναρξης των απευθείας διαπραγματεύσεων τέθηκε από κάποιους θέμα της ίδιας της λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Το θέμα αυτό επανέρχεται, κατά διαστήματα, από κόμματα και κομματικά στελέχη παρόλο που υπήρξε ανακοίνωση του Εθνικού Συμβουλίου το Σεπτέμβριο του 2009, όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις, πλην του ΕΥΡΩΚΟ το οποίο αργότερα απέρριψε δημόσια και ξεκάθαρα την ομοσπονδία, επέμεναν «στην εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στη βάση των περί Κύπρου ψηφισμάτων του ΟΗΕ και των Συμφωνιών Υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, λύση που θα πρέπει να επιτυγχάνει την ενότητα του χώρου, του λαού, των θεσμών και της οικονομίας».
Είχαμε ακόμα καταλήξει στο ότι η αποκατάσταση των βασικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος των προσφύγων για επιστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους, αποτελεί επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για τη λύση. Συμφωνήσαμε ότι «η λύση πρέπει να είναι προϊόν συμφωνίας μεταξύ των δυο ηγετών και όχι αποτέλεσμα επιβολής εκ των έξω» και πως «μόνο μια τέτοια συμφωνία μπορεί να παραπεμφθεί σε δημοψήφισμα», αποκλείοντας την όποια μορφή διαιτησίας, καθώς και την επιβολή χρονοδιαγραμμάτων.
Είναι βέβαια γεγονός ότι κόμματα διαφωνούν με τον όρο διζωνικότητα ενώ άλλα θέτουν θέμα περιεχομένου αυτών των ερμηνειών. Είναι γι΄αυτό το λόγο που ως ΑΚΕΛ θεωρούμε ότι τα ζητήματα αυτά πρέπει να συζητηθούν και να διευκρινιστούν για να ξέρουμε τι ακριβώς υποστηρίζει ο καθένας. Υπενθυμίζω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει καταθέσει ερμηνεία αυτών των όρων στο Εθνικό Συμβούλιο από το 2009 και δεν υπήρξε αντίδραση από κανένα κόμμα.
Η άποψη μας είναι ότι αυτές οι θέσεις ήταν και θα παραμείνουν η προμετωπίδα του Προέδρου Χριστόφια στις διαπραγματεύσεις. Αυτές αποτελούν και θέσεις του ΑΚΕΛ επειδή συμφωνούμε με την ουσία τους. Όπως συμφωνούμε και με την ουσία των προτάσεων που κατέθεσε ο Πρόεδρος στις συνομιλίες. Θεωρούμε ότι πρόκειται για προτάσεις που στηρίζονται σε διαχρονικές θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Βελτιώνουν παλαιότερες προτάσεις. Αξιώνουν με τον πλέον σαφή τρόπο την κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων. Εμμένουν στην επιστροφή όσο το δυνατό μεγαλύτερου αριθμού ελληνοκυπρίων υπό Ελληνοκυπριακή διοίκηση. Προτάσσουν το δίκαιο διαχρονικό μας αίτημα οι νόμιμοι ιδιοκτήτες να έχουν το δικαίωμα επιλογής για αποκατάσταση της περιουσίας τους. Είναι προτάσεις συνενωτικές και δημιουργούν προϋποθέσεις επίτευξης συμφωνίας με τους τουρκοκύπριους αν δείξουν γνήσια και ειλικρινή βούληση για επίτευξη λύσης στο Κυπριακό.

5. Διευρυμένη Συμμετοχή στις συνομιλίες

Όπως ανέφερα προηγουμένως διάφοροι επανέρχονται κατά διαστήματα υποβάλλοντας προτάσεις για αλλαγή της διαδικασίας, ή εγκατάλειψη διαχρονικών θέσεων ή ακόμα θέσεων που αποτελούν ή θα έπρεπε να αποτελούν κόκκινες γραμμές για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Συμφωνούμε ότι δεν πρέπει να παραμένουμε δογματικά προσκολλημένοι σε θέσεις που διατυπώσαμε στο παρελθόν αν όντως αλλάξουν τα δεδομένα. Ούτε όμως πρέπει να επιμένουμε δογματικά σε θέσεις που δεν τεκμηριώνονται.
Ο ΔΗΣΥ επιμένει σε διεύρυνση των συνομιλιών με τη συμμετοχή Ελλάδας, Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιμένει επίσης για την ανάγκη απαλλαγής μας από το «δόγμα της κυπριακής ιδιοκτησίας των συνομιλιών». Αυτό το υποστηρίζει λέγοντας ότι οι συνομιλίες έχουν αποτελματωθεί και ότι με τη συμμετοχή της Τουρκίας σ΄αυτές θα μας δοθεί η δυνατότητα να αποκαλύψουμε την αδιαλλαξία της διεθνώς. Η επιμονή μας για διαδικασία κυπριακής ιδιοκτησίας έχει την έννοια ότι δεν θα αποδεχτούμε την επιβολή λύσης από τα έξω, κάτι που δέχεται και ο Γ.Γ. του ΟΗΕ συμπεριλαμβάνοντας το και στην πρόσφατη δήλωση του. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν θέλουμε να ακούσουμε ιδέες που δεν θάναι δεσμευτικές και οι οποίες ενδεχομένως να μπορούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα στις θέσεις των δύο κοινοτήτων. Σ΄ότι αφορά την πρόταση για διεύρυνση των συνομιλιών σε τι διαφέρει από την πρόταση του ΟΗΕ για πολυμερή συνάντηση την οποία ο ΔΗΣΥ καταγγέλει;

Σ΄ότι αφορά την ουσία της θέλουμε να πούμε το εξής:
I. Δεν θεωρούμε ότι η ανοχή που επιδεικνύει μερίδα της διεθνούς κοινότητας έναντι των τουρκικών θέσεων πηγάζει από άγνοια του περιεχομένου τους. Αντιθέτως πηγάζει από το πώς αντιλαμβάνονται την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Ως εκ τούτου ενδεχόμενη συμμετοχή της Τουρκίας σε διευρυμένες συνομιλίες δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα και δεν θα την εκθέσει.
II. Η συμμετοχή εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θάχει καθοριστική σημασία, αφού η Ένωση δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική με δεσμευτικό χαρακτήρα. Οι χώρες μέλη της θα εξακολουθήσουν να έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση.
Ο ίδιος ο ΟΗΕ, παρόλο που καθοδηγείται από σωρεία σωστών ψηφισμάτων, δεν πέτυχε να λειτουργήσει αντικειμενικά, πώς θα το πετύχει να την εκθέσει;
III. Η θέση μας δεν θα ισχυροποιηθεί στις διευρυμένες συνομιλίες. Αντιθέτως εκείνη που θα ενισχυθεί θα είναι η θέση της τουρκικής πλευράς, που έχει σοβαρό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας.
IV. Αν οι διευρυμένες συνομιλίες αποτύχουν δύο θα είναι τα ενδεχόμενα. Είτε θα μας επιβληθεί λύση από τα έξω, είτε θα τερματιστούν οι συνομιλίες οδηγώντας σε παγίωση των τετελεσμένων και οριστικοποίηση της διχοτόμησης. Είναι γι΄αυτούς τους λόγους που διαφωνούμε με την πρόταση του ΔΗΣΥ.

Γ. Γενικά Σχόλια
Τοποθετήσεις όπως αυτή του κ. Αναστασιάδη για «αποκεντρωμένη ομοσπονδία» ότι «εκείνο που τους κουράζει (τα ΗΕ και την ΕΕ) είναι το γεγονός πως εδώ και 36 χρόνια συνεχώς μιλούμε για την επιθυμία μας για λύση, αλλά με όρους για μη αυστηρά χρονοδιαγράμματα ή τα διάφορα προσχήματα που φέρουμε κατά καιρούς», αφήνουν λανθασμένες εντυπώσεις για το τι θέλουμε και πώς θέλουμε να το πετύχουμε ως ελληνοκυπριακή πλευρά. Παρομοίως και οι τοποθετήσεις που κατά καιρούς γίνονται από εκπροσώπους και άλλων πολιτικών δυνάμεων οι οποίες έμμεσα ή άμεσα απορρίπτουν τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και εισηγούνται ακόμα και εγκατάλειψη του συμφωνημένου πλαισίου λύσης προκαλούν σύγχυση και δεν στέλνουν ξεκάθαρα μηνύματα για τη βούληση μας.
Ως ΑΚΕΛ επιμένουμε σε κάθε ένα ξεχωριστά και σε  όλα μαζί τα στοιχεία που συνθέτουν το συμφωνημένο πλαίσιο για τη λύση του Κυπριακού.  Μία και μόνη κυριαρχία, που διασφαλίζει ότι θα υπάρχει ένα κράτος, με μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Αυτή καθιστά μόνο το κράτος και όχι τις περιφέρειες υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Μία και μόνη ιθαγένεια, όπως υπάρχει σε κάθε κράτος. Διζωνική ομοσπονδία, ώστε να υπάρχουν δύο περιφέρειες στην ομοσπονδία και η κάθε κοινότητα να διοικεί μία περιφέρεια. Δικοινοτική ομοσπονδία, ώστε να έχουν και οι δύο κοινότητες αποτελεσματική συμμετοχή στα ομοσπονδιακά όργανα και στις αποφάσεις. Πολιτική ισότητα όπως την περιγράφουν τα κείμενα των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή συνεπάγεται αποτελεσματική συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Εμμένουμε ότι μόνο μέσα από κυπριακής ιδιοκτησίας συνομιλίες, χωρίς διαιτησία και χωρίς χρονοδιαγράμματα, μπορούμε να πετύχουμε σε αυτή τη λύση.
Υπάρχει άλλος δρόμος για να φτάσουμε σε λύση στο Κυπριακό; Κατά την άποψη μας, όχι. Αν όμως κάποιοι από εμάς, πιστεύουν ότι 38 χρόνια μετά, μετά από τόσες περιπέτειες που η κάθε μια άφηνε και ένα βαρίδι στην πορεία της λύσης, υπάρχει η δυνατότητα να εγκαταλείψουμε το συμφωνημένο πλαίσιο και τη συμφωνημένη διαδικασία και να ακολουθήσουμε κάτι καινούριο, είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε, να συζητήσουμε και να τοποθετηθούμε με τη λογική και με γνώμονα τα συμφέροντα του κυπριακού λαού.
Κατά καιρούς λέγονται διάφορα.
«Να μην κολλάμε στις ετικέτες και στην ονοματολογία» λένε κάποιοι. Υπενθυμίζουμε πως όταν ο κ. Ντενκτάς είχε θέσει στο τραπέζι την πρόταση για συνομοσπονδία, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στην έκθεση του S/1999/707 ημ. 22 Ιουνίου 1999, είχε αναφερθεί σε “legalistic abstractions“ και “artificial labels”. Τότε θορυβηθήκαμε και οδηγηθήκαμε δυστυχώς στο «όλα στο τραπέζι». Σήμερα, θα προτάξουμε εμείς οι ίδιοι τέτοιες αναφορές; Κι αν καταλήξουμε ξανά στο σημείο στο οποίο ήμασταν τόσα χρόνια πριν, τι θα έχουμε πετύχει;
«Να θέτει ο Πρόεδρος Χριστόφιας το κυπριακό πρόβλημα ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής». Έχουμε όλοι στη διάθεση μας τα έγγραφα των θέσεων που κατατίθενται στις διαπραγματεύσεις. Ειλικρινά, υπάρχει η πεποίθηση ότι ο Πρόεδρος δεν θέτει στην τουρκική πλευρά το θέμα ως θέμα εισβολής και κατοχής; Ή μήπως δεν το παρουσιάζει έτσι προς τα έξω; Από μια πρόχειρη ανασκόπηση του Τύπου, ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών κάθε χρόνο, σε επίσημες αποστολές στο εξωτερικό, σε ηγέτες κρατών που επισκέπτονται την Κύπρο, σε απαντήσεις του σε προκλητικές δηλώσεις είτε του κ. Έρογλου, είτε του κ. Ερτογάν, ο Πρόεδρος Χριστόφιας δεν παύει να υπενθυμίζει ότι η Τουρκία εγκλημάτησε και εγκληματεί σε βάρος της Κύπρου και του λαού της. Ότι εισέβαλε στην Κύπρο και εξακολουθεί να κατέχει παράνομα το 37% των εδαφών μας.
«Να διαμορφωθεί σχέδιο Β΄». Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε τυχόν προτάσεις που υπάρχουν. Άραγε θα ωφελήσει όμως την Κύπρο η εμπλοκή σε ένα δημόσιο διάλογο για το ποιο πρέπει να είναι το Σχέδιο Β΄; Ως ΑΚΕΛ, εδώ και καιρό εκφράσαμε την άποψη ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε να επαναβεβαιώνουμε καθημερινά και με όλες μας τις δυνάμεις τη βούληση μας για λύση στη βάση αρχών. Κι αν δεν καταστεί εφικτό να εξευρεθεί λύση, τότε όλες οι πράξεις μας δεν θα πρέπει να αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι για το αδιέξοδο δεν ευθύνεται η ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά η τουρκική. Έτσι που να μην μπορεί να βρει έδαφος στη διεθνή κοινότητα η όποια προσπάθεια αναβάθμισης του ψευδοκράτους. Επαναλαμβάνω όμως ότι είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε προτάσεις και θα τις κρίνουμε από το περιεχόμενο τους.
«Να υπάρξει αλλαγή στρατηγικής και τακτικής, άλλαξαν τα δεδομένα, να διαμορφωθεί νέο πλαίσιο λύσης». Συμφωνούμε ότι άλλαξαν τα δεδομένα. Δεν είναι τα ίδια με αυτά που υπήρχαν το 1977 και το 1979. Άλλαξαν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; Αν ήταν προς το καλύτερο, το Κυπριακό ίσως να ήταν λυμένο προ πολλού. Αν αυτή τη στιγμή, με την Ελλάδα ασθενή οικονομικά και πολιτικά και την Τουρκία σε ισχυρή θέση και με τον ευρύτερο συσχετισμό δυνάμεων διεθνώς, επιχειρήσουμε να αλλάξουμε το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού υπάρχει κανένας που να μας εγγυάται ότι θα πετύχουμε κάτι καλύτερο; Ας απορρίψουμε τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία αύριο το πρωί. Για να επιδιώξουμε όμως τι και έχοντας ποιους στο πλευρό μας; Η δική μας πεποίθηση είναι ότι το μόνο αποτέλεσμα μιας τέτοιας κίνησης θα είναι να καταρρακωθεί η αξιοπιστία μας διεθνώς και να επιτραπεί στην Τουρκία και στην τουρκοκυπριακή ηγεσία να απεγκλωβιστεί από τη συμφωνημένη βάση λύσης, οδηγώντας την Κύπρο με μαθηματική ακρίβεια στη διχοτόμηση.
Αυτές οι απόψεις διατυπώνονται την ώρα που ακόμα και οι πιο σταθεροί υποστηριχτές μας στη διεθνή κοινότητα, μας συμβουλεύουν να επιμείνουμε στο συμφωνημένο πλαίσιο λύσης. Είναι προφανές ότι υπάρχουν κόμματα και πρόσωπα που διαφωνούν με το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης. Το έντιμο θάταν να το πουν καθαρά στον κυπριακό λαό και να θέσουν τις δικές τους επιλογές ενώπιον του για να αποφασίσει.
«Να εξαπολύσει διεθνή εκστρατεία ο Πρόεδρος Χριστόφιας». Ποτέ προηγουμένως δεν έγιναν τόσα στο διεθνή χώρο. Είμαι βέβαιος ότι μπορεί να μας δοθούν συγκεκριμένοι αριθμοί για τις διεθνείς επαφές του Προέδρου Χριστόφια. Είναι χαρακτηριστικοί οι αριθμοί που παρατέθηκαν το 2011. Μέσα σε 3 χρόνια πραγματοποιήθηκαν συνολικά 78 επισκέψεις στο εξωτερικό σε άλλες χώρες ή διεθνή φόρα. Υποδεχθήκαμε στην Κύπρο 25 επίσημες επισκέψεις αρχηγών κρατών και Κυβερνήσεων από το εξωτερικό. Έγιναν δεκάδες επαφές στις τέσσερις Γενικές Συνελεύσεις του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας γίνεται δεκτός σε ευρωπαϊκό επίπεδο με θέρμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσκληση από τη σοσιαλιστική ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο. Υποστηρίζουν κάποιοι ότι δεν έχει σημασία η ποσότητα αλλά η ποιότητα των επαφών. Να υποθέσουμε ότι είναι οι ποιοτικές επαφές που είχε η Κυβέρνηση τους που μας οδήγησαν στο Σχέδιο Ανάν;
«Υπάρχει ελλιπής ενημέρωση των μελών του Εθνικού Συμβουλίου».
Το Νοέμβριο του 2008 ήταν σχεδόν απαίτηση όλων των μελών του Εθνικού Συμβουλίου να συνεδριάζει το σώμα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το μήνα ή κάθε δύο μήνες. Από το 2008 μέχρι το 2011, το Σώμα συνεδρίασε πέραν από τριάντα φορές ενώ έγιναν και αρκετές συσκέψεις του Συμβουλίου των Αρχηγών. Όλα τα σχετικά έγγραφα σχετικά με τις θέσεις που καταθέσαμε ως ελληνοκυπριακή πλευρά δόθηκαν στα μέλη του Σώματος. Η ενημέρωση που γίνεται είναι ολοκληρωμένη. Δεν θα διαφωνήσω ότι σε κάποιες περιπτώσεις η συνεννόηση θα μπορούσε νάταν καλύτερη. Ας προβληματιστεί όμως η αντιπολίτευση αν έχει ευθύνη γι΄αυτό η μηδενιστική και ισοπεδωτική κριτική της προς τον Πρόεδρο.
«Να απομακρυνθεί ο κ. Ντάουνερ, να αλλάξουμε συνομιλητή». Τοποθετηθήκαμε σε αυτά τα θέματα και στην προηγούμενη Συνεδρίαση. Όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος είναι ο κ. Ντάουνερ, ποιες είναι οι απόψεις και οι προσεγγίσεις του. Όμως άλλο πρέπει να μας προβληματίσει. Είναι προς το συμφέρον της Κύπρου αυτή τη στιγμή να ζητήσουμε απομάκρυνση του κ. Ντάουνερ; Αν πράξουμε κάτι τέτοιο είμαστε σίγουροι ότι τα Ηνωμένα Έθνη δεν θα πουν ότι η διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει και γι΄αυτό ευθύνεται η ελληνοκυπριακή πλευρά; Τι θα γίνει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Εξυπηρετούνται τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της Κύπρου και του λαού μας;
Κάτι ανάλογο ισχύει και για το ζήτημα της αλλαγής του συνομιλητή. Για χρόνια ολόκληρα δεν τίθετο τέτοιο ζήτημα. Σήμερα τέθηκε στην αρχή από το Γ. Μαυρογένη και την ομάδα των τάχατε αγανακτισμένων και τελικά έγινε αίτημα όλων των πολιτικών δυνάμεων. Τα επιχειρήματα ποικίλλουν αλλά ο στόχος είναι προφανής. Ο Δ. Χριστόφιας να μην χειρίζεται το Κυπριακό. Στην προσπάθεια επίτευξης του στόχου δεν ενοχλεί αν στρεβλώνεται η δημοκρατία στην Κύπρο. Είναι άξιον απορίας πως λειτουργεί αυτή η λογική.
Από ποιόν θα παίρνει οδηγίες και σε ποιο θα λογοδοτεί ο διαπραγματευτής; Στον εκλεγμένο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας που είναι εντεταλμένος από το λαό να κυβερνήσει. Τόσο το Εθνικό Συμβούλιο, όσο και η Σύσκεψη Αρχηγών έχουν συμβουλευτικό ρόλο και δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον Πρόεδρο.
Διατυπώνεται το επιχείρημα ότι λόγω της ανάληψης της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Πρόεδρος δεν θάχει χρόνο για διαπραγματεύσεις και είναι ευκαιρία να αντικατασταθεί. Αυτά λέγονται εκ του πονηρού. Και σήμερα οι σύμβουλοι συναντιούνται, προετοιμάζουν τα θέματα και τις συναντήσεις των ηγετών. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνούμε τις απειλές της Τουρκίας για διακοπή των συνομιλιών το εξάμηνο της Κυπριακής Προεδρίας.
Εκείνο που θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη είναι ότι το Κυπριακό διέρχεται κρίσιμη και καθοριστική φάση. Όλα τα πολιτικά κόμματα εκφράζουν ανησυχίες ότι θα επιχειρηθεί επίρριψη ευθυνών στην ελληνοκυπριακή πλευρά σε ενδεχόμενη αποτυχία. Μια τέτοια κίνηση από την πλευρά μας θα διευκόλυνε ή θα δυσχέραινε αυτή την προοπτική. Εμείς λέμε ότι σίγουρα θα τη διευκόλυνε.
Με λύπη μας παρατηρούμε ότι ξοδεύεται πολλή ενέργεια και δυνάμεις μόνο και μόνο για να εμποδιστεί ο Δημήτρης Χριστόφιας στις προσπάθειες που καταβάλλει για λύση. Είναι δικαίωμα του καθενός να διατηρεί τις απόψεις και τις διαφωνίες του με θέσεις και χειρισμούς του Προέδρου. Όμως αυτή η διαρκής προσπάθεια να εφευρεθούν τρόποι να δεθεί ο Χριστόφιας χειροπόδαρα ώστε να μην μπορεί να προχωρήσει στο Κυπριακό στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου λύσης, δεν θα μας οδηγήσει παρά μόνο σε περιπέτειες. Το ζητούμενο είναι να δούμε πώς μπορούμε να συνεργαστούμε ώστε να πετύχουμε αυτό που είναι κοινός στόχος όλων μας: η λύση του Κυπριακού, που θα βασίζεται στο συμφωνημένο πλαίσιο. Λύση που θα είναι δίκαιη, υπο τις περιστάσεις, λειτουργική και βιώσιμη.
Δεν έχουμε καμία απολύτως ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μερίδα της διεθνούς κοινότητας η οποία έχει ως στόχο της κλείσιμο του κυπριακού όπως-όπως. Που έχει ως στόχο να εξυπηρετήσει με κάθε τρόπο τα συμφέροντα της, τα οποία θεωρεί ότι εξυπηρετούνται καλύτερα από την Τουρκία. Αυτή η μερίδα της διεθνούς κοινότητας λειτουργεί έτσι διαχρονικά. Στα 38 χρόνια του κυπριακού προβλήματος, πόσες φορές αποδόθηκαν ευθύνες στην τουρκική πλευρά για τα κατά καιρούς αδιέξοδα, εκτός από το 1992; Πώς συμπεριφέρθηκαν τότε τα πολιτικά κόμματα στον κ. Βασιλείου; Φρόντισαν να τον υπονομεύσουν και να τον απομακρύνουν από την εξουσία. Αποτέλεσμα ήταν να βγει η τουρκική πλευρά από τη δύσκολη θέση και να μπούμε ως ελληνοκυπριακή πλευρά σε περιπέτειες, τις οποίες ανέφερα προηγουμένως.
Είναι αποδεδειγμένο μέσα από τα ίδια τα γεγονότα ότι κάθε φορά η στασιμότητα στο Κυπριακό, οδηγούσε την ελληνοκυπριακή πλευρά σε περιπέτειες. Δυστυχώς, ο σύγχρονος κόσμος δε λειτουργεί με βάση το τι είναι δίκαιο, αλλά το τι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών της γης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταφέρνει, μέχρι στιγμής, αξιοποιώντας άλλους ισχυρούς στη διεθνή πολιτική αρένα να εξισορροπεί τα ζητήματα. Αυτό που απαιτείται από όλους μας είναι να στηρίξουμε αυτή την προσπάθεια και όχι να την υπονομεύσουμε.
Πώς πρέπει να αντιδράσουμε σε αυτές τις μεθοδεύσεις; Να συνεργήσουμε στο αδιέξοδο, σκληραίνοντας τις θέσεις μας νομιζόμενοι ότι έτσι θα τιμωρήσουμε την Τουρκία; Η Τουρκία δεν πρόκειται να ζημιώσει. Η Κύπρος όμως θα χάνει πολύτιμο χρόνο και οι συνέπειες της κατοχής θα διαιωνίζονται. Ως ΑΚΕΛ επιμένουμε ότι πρέπει να παραμείνουμε συνεπείς και αμετακίνητοι σε ό,τι αφορά τις αρχές λύσης του Κυπριακού και ευέλικτοι σε ό,τι αφορά τη διαδικασία. Να αποδεικνύουμε καθημερινά και με όλες μας τις ενέργειες ότι είμαστε ειλικρινά αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε το δίκαιο της Κύπρου και να εργαστούμε προσηλωμένοι σε αρχές για να πετύχουμε το συντομότερο δυνατό τη λύση. Αυτό με την προϋπόθεση ότι η τουρκική πλευρά θα επιδείξει την ίδια πολιτική βούληση και θέληση.
Το ΑΚΕΛ θεωρεί ότι ο μόνος δρόμος για λύση του Κυπριακού είναι η συνέχιση των διακοινοτικών συνομιλιών μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ και πάνω στη συμφωνημένη βάση. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή οδηγεί στην εδραίωση της διχοτόμησης που δεν θα προνοεί την επιστροφή ούτε μιας σπιθαμής εδάφους, ούτε την επιστροφή περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους και θα εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για το μέλλον του λαού και του τόπου μας. Όπως έχουν διαμορφωθεί τα δεδομένα θεωρούμε ότι αυτή τη στιγμή δύο είναι τα ζητούμενα:

1. Αποτροπή μεθοδεύσεων για επιβολή λύσης τους επόμενους μήνες, που δεν θα έχει ως προτεραιότητα τα συμφέροντα του κυπριακού λαού στο σύνολο του και

2. Διαμόρφωση δεδομένων που θα επιτρέπουν να ελπίζουμε στην επίτευξη δίκαιης, υπο τις περιστάσεις, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης.


Σ΄ότι αφορά την προώθηση του πρώτου στόχου θεωρούμε ότι πρέπει να αναληφθεί συλλογική και προσηλωμένη εκστρατεία. Αυτή να απευθύνεται στον ΟΗΕ και ιδιαίτερα στη Γραμματεία και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Ένωση (όλους τους θεσμούς) και στον Αραβικό κόσμο. Θα μπορούσε να πάρει τη μορφή είτε επιστολών, είτε διμερών επαφών και επισκέψεων. Σ΄αυτές πρέπει να ξεκαθαρίζεται η ομόφωνη θέση του Εθνικού Συμβουλίου αναφορικά με τη διαδικασία, καθώς και η εκτίμηση μας για το περιεχόμενο των συνομιλιών και την αδιάλλαχτη στάση της Τουρκίας.
Η εκστρατεία πρέπει να αναληφθεί σε όλα τα επίπεδα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη Βουλή, τα πολιτικά κόμματα, την Ένωση Δήμων και άλλους φορείς.
Σ΄ότι αφορά τη δημιουργία προϋποθέσεων για την επίτευξη λύσης η πρόταση μας είναι να συζητηθεί στην Υποεπιτροπή του Εθνικού Συμβουλίου, με στόχο την ετοιμασία διαδικαστικών προτάσεων που θα κατατεθούν στο Σώμα. Οι προτάσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την επιβεβαίωση ύπαρξης υδρογονανθράκων και την πιθανότητα αξιοποίησης τους για να λειτουργήσουν ως κίνητρο για την προώθηση λύσης.
Επιδιώξαμε να καταθέσουμε μια όσο το δυνατό περισσότερο, ολοκληρωμένη θέση γιατί θεωρούμε ότι η Κύπρος διέρχεται όντως πολύ κρίσιμη και καθοριστική φάση. Για να μπορέσουμε να την ξεπεράσουμε με επιτυχία απαιτείται άντληση διδαγμάτων από το παρελθόν, σωστή και αντικειμενική ανάλυση του παρόντος και ρεαλιστικός καθορισμός στόχων για το μέλλον.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.