Οι περίοδοι καπιταλιστικής κρίσης επιφέρουν σοβαρές αλλαγές πρώτα και κύρια στην οικονομία και στη συνέχεια στη συνείδηση του κόσμου και σε καθιερωμένες αντιλήψεις καθώς και στο πολιτικό στερέωμα. Στα κόμματα της αριστεράς μία από τις σοβαρές αλλαγές που έχουν σημειωθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, είναι η διατύπωση πολιτικών προτάσεων για το συντονισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, όπως και για τη σύμπηξη ενός Μετώπου, κάτι που στο παρελθόν γινόταν με δυσκολία ή δε γινόταν καθόλου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία από τις πολιτικές δυνάμεις που συχνά καταθέτει προτάσεις αυτού του χαρακτήρα. Η τελευταία του πρόταση [1] αποτελεί μία σχετικά συγκροτημένη απόπειρα που, ωστόσο, έχει σοβαρά προβλήματα. Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε στα λάθη και τις αδυναμίες αυτής της πρότασης, όχι για να ασκήσουμε κριτική για την κριτική, αλλά γιατί θεωρούμε πως σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, αν δεν υπάρξει συζήτηση και «καθαρές» κουβέντες, χωρίς δογματισμούς και ιδεοληψίες, η δημιουργία ενός Μετώπου θα μείνει μια ευχή.
Θα ξεκινήσουμε με ορισμένες επιμέρους –αλλά κρίσιμες κατά τη γνώμη μας– παρατηρήσεις. Το εν λόγω κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει ότι «Καθώς η παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος γίνεται κάθε μέρα και πιο βαθειά τίθεται με μεγαλύτερη οξύτητα το ερώτημα ποιος θα πληρώσει την κρίση: ο κόσμος της εργασίας ή το κεφάλαιο. Η φανερή πια αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς αμοιβές και συνθήκες εργασίας, αλλά και παροχές δημόσιας υγιείς και παιδείας, κάνει επιτακτική αλλά και επίκαιρη τη σοσιαλιστική προοπτική […]».
Οι ενστάσεις μας βρίσκονται σε δύο σημεία: η διαπίστωση περί «αδυναμίας» του καπιταλισμού να δώσει παροχές δεν είναι σωστή. Όταν ο καπιταλισμός λειτούργησε με το λεγόμενο κράτος πρόνοιας, δεν ήταν γιατί γενικά «μπορούσε». Οι παροχές ήταν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: α) ο καπιταλισμός ανέπτυξε το λεγόμενο κράτος-πρόνοιας, γιατί μετά την κρίση του 1929-1933, είχε ανάγκη συσσώρευσης κεφαλαίων που τα ιδιωτικά κεφάλαια ήταν ακόμη αδύναμα να την πετύχουν κι έτσι την ανέλαβε το καπιταλιστικό κράτος, β) έπρεπε να δοθεί απάντηση στο παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης που σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα εξασφάλισε για τους εργαζόμενους δωρεάν παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση και μηδενική ανεργία και γ) το εργατικό κίνημα ανάγκασε τον καπιταλισμό σε υποχωρήσεις. Επομένως, δεν πρόκειται για αδυναμία. Ο καπιταλισμός δεν «παρέχει όταν μπορεί», αλλά όταν αναγκάζεται. Η παρατήρηση αυτή, μοιάζει, ίσως να έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά η αποδοχή της ή μη, έχει άμεσα πρακτικά αποτελέσματα: αποδέχεται ή απορρίπτει τη δυνατότητα διαχείρισης του καπιταλισμού, άρα καθορίζει το περιεχόμενο της στρατηγικής πρότασης ενός φορέα.
Το δεύτερο σημείο –καθόλου ασύνδετο με το προηγούμενο– έχει να κάνει με τη σοσιαλιστική προοπτική. Οπωσδήποτε δε θα διαφωνήσουμε με το ότι η σοσιαλιστική προοπτική είναι επίκαιρη, όπως διατυπώνεται στην πρόταση των 10 σημείων. Το θέμα, όμως, είναι τι εννοείς με τον όρο αυτό και πώς θα υλοποιήσεις αυτή την προοπτική. Ο σοσιαλισμός και ο τρόπος που θα φτάσουμε σε αυτόν, δεν μπορούν να είναι μία ηθική επίκληση όπως αυτή των ουτοπικών σοσιαλιστών. Ή θα έχεις συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα που θα διασαφηνίζει πως απαιτείται ρήξη και ανατροπή ή θα σπέρνεις αυταπάτες. Επιπλέον, το όποιο μεταβατικό πρόγραμμα προτείνεται, δεν μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα διαχείρισης, αλλά ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του: μεταβατικό. Και βεβαίως όταν λέμε μεταβατικό θα πρέπει να πούμε προς τα πού θα είναι αυτή η μετάβαση.
Όσον αφορά στο χαρακτηρισμό του Μετώπου που θα είναι ο εμπνευστής και ο πρωτεργάτης ενός μεταβατικού προγράμματος, αυτός δεν μπορεί να είναι «αριστερό, προοδευτικό, αντιμνημονιακό-αντινεοφιλελεύθερο», όπως γράφεται στο κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι ότι η ιστορία κρίνεται από τις λέξεις, αλλά και οι λέξεις και το περιεχόμενο που τους δίνουμε έχουν οπωσδήποτε τη σημασία τους. Τα αιτήματα του Μετώπου πρέπει να είναι αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά και δημοκρατικά και άρα το Μέτωπο πρέπει να έχει τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό: Αντιμονοπωλιακό-Αντιιμπεριαλιστικό-Δημοκρατικό (ΑΑΔΜ). Ο χαρακτηρισμός του «αριστερού» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ευκολία από τον καθένα (αριστερός δηλώνει ο Νταλάρας και ο Τζουμάκας, σοσιαλιστής περισσότερο από κάθε φορά δηλώνει ο Γιωργάκης, ενώ μέχρι και ο Κ. Καραμανλής δήλωνε αντιεξουσιαστής!). Ο χαρακτηρισμός του «αντιμνημονιακού» είναι ακόμη περισσότερο ελαστικός, αφού στις αντιμνημονιακές δυνάμεις αυτοτοποθετούνται ο Καρατζαφέρης και ο Καμμένος. Το «αντινεοφιλελεύθερο» μπορεί κι αυτό να χωρέσει τα πάντα, υπονοώντας ότι αυτό που μας ενδιαφέρει σε τελική ανάλυση, δεν είναι ο επαναστατικός μετασχηματισμός των οικονομικών και κοινωνικών δομών, αλλά μια νέα «ορθολογική» και «φιλολαϊκή» διαχείριση του καπιταλισμού, ένας νέος κεϋνσιανισμός.
Αυτά ως γενικές παρατηρήσεις. Όσον αφορά σε αυτά καθ’ εαυτά τα 10 σημεία της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής [2]:
α) Η πρόταση για διαγραφή του χρέους: προτείνεται η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και όχι ολόκληρου του χρέους. Έτσι, αναγνωρίζεται η ύπαρξη ενός νόμιμου κι ενός επαχθούς (ή απεχθούς όπως επίσης λέγεται) χρέους. Το χρέος είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης. Ειδικά, όμως, στην ελληνική περίπτωση είναι και προϊόν τόσο της τοκογλυφίας και της προσπάθειας των ιμπεριαλιστικών χωρών για μεταφορά της κρίσης από πάνω τους στην Ελλάδα (και σε άλλες χώρες που θα ακολουθήσουν), όσο και του εξαρτημένου χαρακτήρα της Ελλάδας που με την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981, τέθηκαν οι βάσεις για την έκταση και το βάθος της σημερινής κρίσης (διάλυση της αγροτικής παραγωγής, αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, χτύπημα της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής). Επομένως, πώς μπορεί το χρέος να χωριστεί σε νόμιμο και μη; Ποιος λογιστικός έλεγχος θα απαντήσει στο πολιτικό ζήτημα; Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιζήμιος. Αντί αυτού το αίτημα πρέπει να είναι «μη αναγνώριση του χρέους και μονομερής διαγραφή του».
β) Το δεύτερο σημείο της κριτικής μας σχετίζεται με τον 9ο άξονα που αναφέρεται στο ζήτημα της δημοκρατίας. Η πρόταση είναι αδύνατη και ελλιπής. Όταν γίνεται αναφορά στο ζήτημα της δημοκρατίας και της εξουσίας, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ιστορική εμπειρία και οι όποιες θέσεις να είναι διαυγείς και χωρίς αυταπάτες.
Η περίπτωση της Χιλής είναι ενδεικτική. Η κυβέρνηση Αλιέντε είχε αποφασίσει να επιβάλει ριζικές κοινωνικές αλλαγές αποκλειστικά μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου. Ο Αλιέντε είχε δεσμευτεί σε ένα «δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» και η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» υποσχέθηκε «προσήλωση στη συνταγματική νομιμότητα». Με δεδομένες αυτές τις δεσμεύσεις, η κυβέρνηση Αλιέντε δεν προχώρησε σε καμία ουσιαστική παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, το στρατό, τα σώματα ασφαλείας και το δικαστικό σώμα. Θεωρήθηκε εφικτό πως οι όποιες αλλαγές θα επέλθουν «δημοκρατικά» από μέσα με συνειδητές αποφάσεις. Αυτές οι θέσεις του κυβερνητικού μπλοκ δεν άλλαξαν όταν ακόμη και τα σημάδια ήταν τέτοια που δεν άφηναν κανένα περιθώριο για αμφιβολίες. Οι κινήσεις της αστικής τάξης της Χιλής και των Αμερικανών ήταν κάτι παραπάνω από χαρακτηριστικές. Τον Οκτώβριο του 1970, δύο ημέρες πριν την ανακήρυξη του Αλιέντε σε πρόεδρο του Κογκρέσου, δολοφονείται ο αρχηγός ΓΕΣ Σνάιντερ. Θα ακολουθήσουν δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του Αλιέντε το 1971 και το 1972, ενώ το 1973 αποκαλύπτεται απόπειρα πραξικοπήματος από το στρατό. Η απόπειρα πραξικοπήματος καταστέλλεται υπό την ηγεσία του στρατηγού Πρατς, ο οποίος συμβουλεύει τον Αλιέντε να εξοπλίσει το λαό. Ο Αλιέντε αρνείται και δηλώνει πως η επανάσταση πρέπει να είναι αναίμακτη. Παράλληλα η αντιδραστική ηγεσία του στρατού εκκαθαρίζει κάθε στοιχείο που δηλώνει με τον έναν ή άλλον τρόπο συμπαθών προς την κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας. Ο βαθμός των αυταπατών και της έλλειψης εγρήγορσης έφτασε σε τέτοιο βαθμό που η κυβέρνηση Αλιέντε με βάση την τυπική διαδικασία που προβλεπόταν, όρισε ως αρχηγό του ΓΕΣ τον Πινοσέτ (!), δηλαδή το μετέπειτα πραξικοπηματία που επέβαλε το γνωστό δικτατορικό καθεστώς κάτω από το οποίο ο χιλιανός λαός στέναξε, ενώ εξυπηρετήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της αστικής τάξης της Χιλής και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού [3].
Επομένως, το όποιο πρόγραμμα θα πρέπει να ορίζει με σαφήνεια το είδος και τον τρόπο των αλλαγών σε θεσμούς και σε κράτος. Οι αλλαγές πρέπει να αμφισβητούν ευθέως την αστική εξουσία, ο στόχος πρέπει να είναι οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα, οι δίοδοι αντίδρασης της άρχουσας τάξης να περιορίζονται μέχρι εκμηδενισμού και τα μέτρα να εφαρμόζονται όχι γραφειοκρατικά, αλλά με τη λαϊκή συμμετοχή. Αντί της «θολής» πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ θα αντιπροτείναμε το ριζικό εκδημοκρατισμό του δημόσιου τομέα, γενικότερα των συνταγματικών θεσμών, του πολιτικού συστήματος, του εκλογικού συστήματος, της Δικαιοσύνης, των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών μηχανισμών.
γ) Το τρίτο σημείο της κριτικής μας δεν αφορά σε κάποιον από τους 10 άξονες, αλλά σε κάποιον άξονα που δεν υπάρχει. Αναφερόμαστε, βεβαίως, στην απουσία της πρότασης για έξοδο από την ευρωζώνη και συνολικά από την ΕΕ. Δεν μπορεί ένα Μέτωπο που αναλαμβάνει να χαράξει άλλη ρότα για τον ελληνικό λαό, να είναι φορέας αυταπατών για το ρόλο της ΕΕ. Η ΕΕ είναι ένας ιμπεριαλιστικός οργανισμός και όχι ένα δημιούργημα «οραματιστών» τύπου Μονέ, όπως αρχικά επιχειρούσαν να μας την παρουσιάσουν. Η ΕΕ πρεσβεύει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα, έχει συγκεκριμένη ιδεολογία και πολιτική. Δεν μπορεί να μεταλλαχθεί σε φιλολαϊκό οργανισμό. Επομένως, είναι αντιφατικό, καιροσκοπικό κι επικίνδυνο να υπονοείται ότι υπάρχει δυνατότητα υλοποίησης ακόμη κι αυτού του «πακέτου» των 10 αξόνων εντός του πλαισίου της ΕΕ. Πόσω μάλλον, όταν γίνεται αναφορά, έστω και «θολά» στο σοσιαλισμό. Εκτός, αν κάποιος πιστεύει ότι μπορούμε όχι μόνο να πάμε σε μία σοσιαλιστική κοινωνία με ειρηνικό τρόπο, αλλά ότι μπορούμε και να οικοδομήσουμε σοσιαλισμό εντός της ΕΕ. Πρόταση που θέλει να είναι ριζοσπαστική δεν μπορεί να αφήνει εκτός το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ. Πρόκειται για ένα από τα πιο κομβικά ζητήματα που η απουσία του απονευρώνει την όποια πρόταση εξουσίας.
Καταληκτικά, θα λέγαμε ότι η κατάθεση της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετική από την άποψη ότι ανοίγει κι άλλο τη συζήτηση για τη συγκρότηση ενός Μετώπου. Ωστόσο, δεν είναι πρόταση εξουσίας που αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη και που προετοιμάζει το δρόμο για την επαναστατική ρήξη, αλλά πρόταση ενσωμάτωσης. Θα μπορούσε με κάποιες τροποποιήσεις και υπό κάποιες προϋποθέσεις να αποτελέσει μία πρόταση για την καθημερινή πάλη του κινήματος, όχι όμως για να διεκδικηθεί η εξουσία. Τα σημεία στα οποία ασκήσαμε κριτική θεωρούμε ότι είναι κρίσιμα και ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι απονευρωμένη και ανίκανη να δώσει απαντήσεις και κυρίως προοπτική.
Οδυσσέας Πραξιάδης
Παραπομπές
[1] Απόφαση της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, 18 και 19 Φεβρουαρίου 2012, www.syriza.gr
[2] Τα 10 σημεία όπως κατατέθηκαν είναι τα εξής:
1. Άμεση απεμπλοκή από το μνημόνιο, ανατροπή της πολιτικής που μας βυθίζει στην ύφεση και οδηγεί την κοινωνία στην καταστροφή. Ακύρωση του Μνημονίου και των μέτρων που απορρέουν από αυτό.
2. Ανατροπή της νέας δανειακής σύμβασης και των μέτρων που τη συνοδεύουν.
3. Ανατροπή της λιτότητας – αναδιανομή του πλούτου – εξεύρεση νέων πόρων. Για την κρίση να πληρώσουν οι πλούσιοι και αυτοί που τη δημιούργησαν.
4. Προτεραιότητα για την Αριστερά είναι η κοινωνία και οι ανάγκες της.
5.Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους χωρίς μνημόνια λιτότητας και εκποίησης του δημόσιου πλούτου.
6. Δημόσιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό κοινωνικό-δημοκρατικό έλεγχο. Εθνικοποίηση/κοινωνικοποίηση των τραπεζών.
7. Μέτρα για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και για ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο, στη βάση των αναγκών της κοινωνίας και της προστασίας του περιβάλλοντος
8. Υπεράσπιση δημόσιων αγαθών Υγείας – Παιδείας – Κοινωνικής Ασφάλισης.
9. Υπεράσπιση της δημοκρατίας.
10. Λαϊκή κυριαρχία, ανεξαρτησία.
[3] Για την περίπτωση της Χιλής βλέπε αναλυτικότερα Καλτσώνης Δημήτρης, «Η κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή, 1970-1973», ΚΟΜΕΠ, τ. 3, 2000.